Στο βιβλίο του αυτό ο Βασίλης Ραφαηλίδης καταγράφει την ιστορία της Ελλάδας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το έως και την πτώση της χούντας των συνταγµαταρχών. Ο συγγραφέας δίνει έμφαση περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα. Δεν εξιστορεί κατορθώματα ηρώων, αλλά επικεντρώνεται σε ανθρώπους που θεωρεί πατριδοκάπηλους και δωσίλογους. Παράλληλα προσεγγίζει με χιουμοριστική διάθεση τα γεγονότα, διακωμωδώντας καταστάσεις και πρόσωπα. Η προσέγγιση αυτή δεν έχει ως σκοπό την μεμψιμοιρία ή την απαξίωση, μα την έκθεση γεγονότων που ο συγγραφέας θεωρεί ότι δεν αναφέρονται στα σχολικά ιστορικά βιβλία. Σκοπό έχει να μας διδάξει να περιορίσουμε τον εθνικισμό μας ως έθνος.

Σύμφωνα με το σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα, «Οι λαοί δεν έχουν μόνο ήρωες, έχουν και καθάρματα. Στην ιστορία ενός τόπου δεν ανήκουν μόνο οι ήρωες, ανήκουν και τα καθάρματα, που κι αυτά γράφουν ιστορία. Εν πάση περιπτώσει, η ιστορία ενός τόπου δεν είναι μόνο μια σειρά από θετικά γεγονότα. Άλλωστε, σε μια διαλεκτική αντίληψη των πραγμάτων, αν δεν υπήρχε άρνηση δεν θα υπήρχε ούτε κατάφαση. Τούτη η συνοπτική ιστορία της Ελλάδας από το 1830 μέχρι το 1974, που γράφτηκε για να είναι κατ’ αρχήν ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, επιμένει περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα της ιστορίας μας. Δίνει δηλαδή μεγαλύτερη σημασία στους προδότες, τους δωσίλογους όλων των περιόδων και τους πατριδοκάπηλους που δεν έλειψαν ποτέ, παρά σ’ αυτούς που νοιάστηκαν ειλικρινά για τούτον τον δύσμοιρο τόπο, που συνεχίζει να υποφέρει από έλλειψη ιστορικής ειλικρίνειας. Οι ρήτορες των δύο εθνικών επετείων, που είναι δύο ίσως γιατί μία δε φτάνει για να καταλάβουμε πως είμαστε Έλληνες, δε θα βρουν τίποτα χρήσιμο γι’ αυτούς σε τούτο το βιβλίο. Οι δάσκαλοι όμως θα μπορούσαν κάλλιστα να το χρησιμοποιήσουν σαν βοήθημα αλλά και σαν συμπλήρωμα στις επισήμως λογοκριμένες σχολικές ιστορίες, που στοχεύουν μάλλον στην αποβλάκωση παρά στην εγρήγορση των Ελληνοπαίδων, που όντας βουτηγμένα από τρυφερός ηλικίας στο θεσμοθετημένο ιστορικό ψέμα θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς να γίνουν κάποτε υπεύθυνοι και έντιμοι πολίτες ενός κράτους γεμάτου απατεώνες. Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει. Λέει τα σύκα σύκα και τους προδότες προδότες και όχι εθνικούς ήρωες. Θα μπορούσε να έχει τίτλο «Αρνητική Ιστορία της Νέας Ελλάδας», αν η άρνηση δεν ήταν αναγκαία για την κατάφαση. Συνεπώς, αυτό το βιβλίο στοχεύει την κατάφαση μέσα από την άρνηση, κατά την προτροπή του Τέοντορ Αντόρνο.».

Περιεχόμενα

Η εμφάνιση του νεοελληνικού κράτους
Η εποχή του Καποδίστρια
Η εποχή του Όθωνα
Το τέλος του ελληνικού 19ου αιώνα
Εγκαίνια του 20ού αιώνα με τον Μακεδονικό Αγώνα
Απόπειρα αστικού εκσυγχρονισμού
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εθνικός Διχασμός
Η Μικρασιατική εκστρατεία
Η Μικρασιατική καταστροφή
Οι συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής
Η δεύτερη περίοδος Βενιζέλου και το τέλος της δημοκρατίας
Η δικτατορία του Μεταξά
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος (της Αλβανίας)
Η Μάχη της Κρήτης, η Κατοχή και η Αντίσταση
Τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή
Η Διάσκεψη του Λιβάνου και οι παραφυάδες της
Η απελευθέρωση
Τα Δεκεμβριανά
Η Μάχη της Αθήνας
Η Συμφωνία της Βάρκιζας
Ο Εμφύλιος έρχεται
Η πρώτη περίοδος του Εμφυλίου
Η δεύτερη περίοδος του Εμφυλίου
Η κατάρρευση του Δημοκρατικού Στρατού
Οι συνέπειες του Εμφυλίου
Η μετεμφυλιοπολεμική περίοδος
Δίκη, καταδίκη και εκτέλεση του Μπελογιάννη
Ο Παπάγος στην εξουσία
Η οκταετία του Καραμανλή
Ο Γεώργιος Παπανδρέου στην εξουσία
Η αποστασία και τα Ιουλιανά
Η χούντα των συνταγματαρχών
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Audio Book

Τα σημαντικότερα βιβλία για το καθεστώς της 21ης Απριλίου

ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΑΤΤΑΚΟΥ, «21η Απριλίου 1967. ΔΙΑΤΙ; ΠΟΙΟΙ; ΠΩΣ;»

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΚΑΡΕΖΟΥ, «Πως οδηγηθήκαμε στην 21η Απριλίου», «Πως καταλήξαμε στην «Μεταπολίτετση»

ΝΙΚΟΥ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ, «2.650 μερόνυχτα συνωμοσίας» (Δίτομο)

ΑΛΕΞΗ ΠΑΠΑΧΕΛΛΑ, «Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974» 

ΣΟΛΩΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ, «Δικτατορία 1967-1974»

ΠΕΤΡΟΥ ΑΡΑΠΑΚΗ, «Το τέλος της σιωπής»

ΣΤΑΥΡΟΥ ΨΥΧΑΡΗ, «Τα παρασκήνια της αλλαγής»

ΚΡΙΣ ΓΟΥΝΤΧΑΟΥΖ, «Η Άνοδος και η Πτώση των Συνταγματαρχών»

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΛΕΥΡΗ, «21 Απριλίου 1967»

ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, «Η Δημοκρατία στο απόσπασμα»

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΛΛΙΑ, «Βασιλεύς και Επανάστασις 1967»

ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, «Χωρίς τίτλο»

ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Η μαρτυρία ενός Πρωθυπουργού»

ΛΕΝΤΑΚΗ ΑΝΔΡΕΑ, «Παρακρατικές οργανώσεις και 21η Απριλίου, Καστανιώτης, Αθήνα»

ΣΠΥΡΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, «Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος. Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία»

ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ – RICARDCLOGG, «Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό»

ΣΠΥΡΟΥ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΥ, «Από τον Εµφύλιο στη Χούντα» (τ. 5)

ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, «Η δικτατορία των συνταγµαταρχών»

ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ, «Αναμνήσεις 1972 – 1974»

ΜΑΒΗ & ΜΑΒΗ

Posted: 18 Απριλίου, 2024 in Αταξινόμητα

Το Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου (MABH), ήταν βραχύβια αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον γεωγραφικό χώρο της Βορείου Ηπείρου κατά την διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής της Αλβανίας από τον Άξονα (1941-1944). Η οργάνωση τελικά διαλύθηκε από τους Αλβανούς εθνικιστές της Μπάλι Κομπετάρ και του αλβανικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του Ενβέρ Χότζα. Είχε σχέσεις με τον ΕΔΕΣ, ενώ οι δοσιλογικές κυβερνήσεις Αλβανίας και Ελλάδας προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποκτήσουν σύνδεση μαζί της ενάντια στον «κομμουνιστικό κίνδυνο»

ΙΔΡΥΣΗ: Με την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Βόρειο Ήπειρο (Απρίλιος 1941), σημειώθηκαν βιαιότητες στην περιοχή, από ομάδες ατάκτων ενόπλων καθώς και ιταλικού στρατού. Το Μάιο του 1942 οργανώθηκαν τα πρώτα αντάρτικα τμήματα από Βορειοηπειρώτες στην περιοχή του Δέλβινου, επικεφαλής των οποίων ήταν δύο ντόπιοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, οι Σπυρίδων Λύτος και Ιωάννης Βίδελης και οι δύο από τη Λεσινίτσα. Τον ίδιο μήνα βορειοηπειρώτικα αντάρτικα οργανώθηκαν και σε άλλες περιοχές: Δρόπολη, Ριζά, Χειμάρρα, Αυλώνας, Λιούντζη, Πωγώνι, Λεσκοβίκι, Κορυτσά. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου στα Τίρανα, σε συγκέντρωση εκπροσώπων της ελληνικής μειονότητας, συγκροτήθηκε η ΜΑΒΗ. Επικεφαλής της ΜΑΒΗ τίθεται ο Βασίλειος Σαχίνης, άλλα βασικά στελέχη της ήταν οι Ηλίας Κώνστας, Γιώργος Τάσος, Σπύρος Ντάσιος, ο Χειμαριώτης εισαγγελέας Αναστάσιος Κοκκαβέσης. Το αρχηγείο του Μ.Α.Β.Η. ήταν ο Άγιος Δημήτριος, η κεντρική εκκλησία του χωριού Γλύνα Βορείου Ηπείρου.

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ: Κύριος στόχος της ήταν η προστασία των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου και, λόγω των διάφορων αντάρτικων και δοσίλογων οργανώσεων που δρούσαν εκείνη την περίοδο στην ευρύτερη περιοχή ανεξέλεγκτα λόγω της έλλειψης κάποιας κρατικής αρχής για την προστασία των πολιτών. Οι κύριες περιοχές δράσης της ΜΑΒΗ ήταν η περιοχή του Δέλβινου, της Δρόπολης, της Χειμάρρας, του Βούρκου (η ευρύτερη περιοχή των Αγίων Σαράντα), των Ριζών και της Ζαγοράς (περιοχή κοντά στην Πρεμετή).

ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ: Το ΜΑΒΗ διατηρούσε κοινό σύνδεσμο με τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ), ο οποίος συνελήφθη από τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), με συνέπεια ο τελευταίος να μεταβιβάσει πληροφορίες σχετικά με τη δραστηριότητα της ΜΑΒΗ στο αντίστοιχο αλβανικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Στα χωριά των Ριζών και του Βούρκου, Άγιος Ανδρέας και Αλύκο υπήρχαν ένοπλες ομάδες υπό τους Θύμιο Λιώλη, Κόκκαλη, Παππά και Πήλιο οι οποίες υποστηριζόμενες από τον ΕΔΕΣ, ήλεγχαν από το Φθινόπωρο του 1943 την περιοχή. Αν και αρχικά οι ένοπλοι αυτοί συνεργάστηκαν με την αλβανική αντίσταση αλλά και με τις προσκείμενες στο αλβανικό κομμουνιστικό κόμμα ελληνικές μειονοτικές ομάδες, κατά τα τέλη του 1943 ήρθαν σε σύγκρουση. Συγκεκριμένα, το ένοπλο σώμα του Πήλιου αφοπλίστηκε κοντά στα χωριά της Λεσινίτσας ενώ στις αρχές του 1944, ο Θύμιος Λιώλης με το τάγμα «Θανάσης Ζήκος», το οποίο αποτελείτο από Βορειοηπειρώτες προσκείμενους στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αλβανικό Στρατό, ήρθαν σε σύγκρουση στη Δίβρη. Λίγο καιρό αργότερα, ο Θύμιος Λιώλης και οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί εγκατέλειψαν τα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου και κατέφυγαν στις δυνάμεις του ΕΔΕΣ στην Ελλάδα. Όμως, η πλειοψηφία της ελληνικής μειονότητας παρέμεινε σταθερά προσανατολισμένη στο αλβανικό Μέτωπο με τουλάχιστον 1500 αντάρτες.

ΣΤΑΔΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ: Ο Σαχίνης αντιδρούσε με τις διαμαρτυρίες του στους Ιταλούς για υπόθαλψη της αλβανικής καταπίεσης προς τους τοπικούς ελληνικούς πληθυσμούς. Στις 17 Νοεμβρίου 1943, ο αρχηγός της ΜΑΒΗ, Βασίλειος Σαχίνης, συλλαμβάνεται από άτομα της οργάνωσης του Εμβέρ Χότζα στο Αργυρόκαστρο, οι οποίοι κατόπιν εντολής, αφού τον βασανίζουν για να αποσπάσουν πληροφορίες, τον εκτελούν. Στις 3 Δεκεμβρίου δολοφονείται ο επικεφαλής της οργάνωσης στην περιοχής Χειμάρρας, Γεώργιος Μπολάνος. Ακολούθησε η καταστροφή του χωριού Γλὐνα, στην περιοχή Αργυροκάστρου που αποτελούσε βάση της ΜΑΒΗ. Από τον Δεκέμβριο του 1944 ενεργό ρόλο αναλαμβάνει ο Γρηγόριος Λαμποβιτιάδης, γιατρός από το Αργυρόκαστρο.

Τελικά, η οργάνωση διαλύθηκε ύστερα από σειρά έντονων συγκρούσεων με τις ναζιστικές δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα και με τους Αλβανούς εθνικιστές της Μπάλι Κομπετάρ. Ως αποτέλεσμα, η δράση της ΜΑΒΗ έπαψε να υφίσταται και κατά το στάδιο της αποχώρησης του Άξονα από τον περιοχή δεν έπαιξε κανένα ρόλο στο τοπικά πολιτικά δρώμενα. Με το τέλος του πολέμου επιβλήθηκε το μέτωπο του Ένβερ Χότζα στην Αλβανία.

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ ΤΗΣ

Με το ίδιο όνομα, δηλ. Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου (ΜΑΒΗ) δημιουργήθηκε τέσσερις δεκαετίες μετά μια νέα ελληνική παραστρατιωτική οργάνωση, η οποία έδρασε σποραδικά στην Αλβανία και την Ελλάδα την δεκαετία του 1980-1990. Πήρε το όνομά της από την οργάνωση ΜΑΒΗ που έδρασε την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Αλβανία. Η δράση της ξεκίνησε το 1983, όταν η οργάνωση διεκδίκησε την ευθύνη για τοποθέτηση βόμβας στο αυτοκίνητο του πρέσβη της Αλβανίας στην Αθήνα.

Στις 10 Απριλίου 1994 πραγματοποίησε επίθεση σε στρατόπεδο του αλβανικού στρατού κατά την οποία σκοτώθηκαν ένας στρατιώτης και ένας αξιωματικός, ενώ κλάπηκε και οπλισμός. Για την επίθεση στάλθηκε προκήρυξη στην «Ελευθεροτυπία». Στις 6 Οκτωβρίου 1994 στάλθηκε φωτογραφικό υλικό με τα κλοπιμαία και νέα προκήρυξη στην «Ελευθεροτυπία».

Μετά το χτύπημα στο αλβανικό στρατόπεδο, ο τότε πρωθυπουργός της Αλβανίας, Σαλί Μπερίσα, κατηγόρησε την Ελλάδα για υπόθαλψη της τρομοκρατίας και ανακάλεσε τον αλβανό πρέσβη από την Αθήνα. Ταυτόχρονα προχώρησε σε σειρά ερευνών, κρατήσεων και συλλήψεων χωρίς ένταλμα από αστυνομικούς με πολιτικά σε βάρος μελών της ελληνικής μειονότητα. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε κάθε εμπλοκή από την πρώτη στιγμή ακόμη και την συμμετοχή Ελλήνων πολιτών.

Τελικά στις 19 Μαρτίου 1995, 7 άτομα που έφεραν οπλισμό, συνελήφθησαν από την Ελληνική Αστυνομία και δικάστηκαν ως ύποπτα για συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση ΜΑΒΗ. Καταδικάστηκαν στις 20 Φεβρουαρίου 1997 για λαθρεμπόριο όπλων. Το εφετείο το 1999 μείωσε την ποινή στους 20 μήνες.

Ο Φεριντουνζάντε Οσμάν ήταν Οθωμανός αξιωματικός, αρχηγός της πολιτοφυλακής, εθελοντής διοικητής συντάγματος του τουρκικού στρατού κατά τη διάρκεια του Τουρκικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, ο οποίος τελικά ανήλθε στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, και υποκινητής της γενοκτονίας των Αρμενίων και των Ποντίων. Ήταν διοικητής του ειδικού Συντάγματος Σωματοφυλάκων του Μουσταφά Κεμάλ, ήρθε όμως σε σύγκρουση μαζί του και τελικά εκτελέστηκε.

Γεννήθηκε στην Κερασούντα του Πόντους το 1883 και ήταν Ογουζικής καταγωγής. Ο πατέρας του, Feridûnzâde Hacı Mehmet Efendi, ήταν έμπορος φουντουκιών. Στα νιάτα του βοήθησε στην οικογενειακή επιχείρηση και έγινε εργάτης σε πριονιστήριο. Παντρεύτηκε και απέκτησε δύο γιους. Παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του του εξαγόρασε τη στρατιωτική θητεία, συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Πολέμησε στην Τυρολόη. Βουλγαρική οβίδα τον τραυμάτισε στο γόνατο του κατά τη διάρκεια της μάχης, με αποτέλεσμα να είναι κουτσός (τουρκικά: topal).

Ο Τοπάλ Οσμάν είναι γνωστό ότι είναι υπεύθυνος για σφαγές εναντίον Ελλήνων Ποντίων και Αρμενίων κατά τη διάρκεια του οθωμανικού εμφυλίου πολέμου στην περιοχή του Πόντου, όπου βρισκόταν στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Οσμάν, μαζί με τον Ishak Çavuş και τον Bayıroğlu Hüseyin, ήταν γνωστό ότι συμμετείχαν στους διωγμούς και τις σφαγές του τοπικού αρμενικού πληθυσμού της Τραπεζούντα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Οσμάν είχε επίσης κέρδος από τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν στους Αρμένιους. Το 1916, ο Οσμάν και μια ομάδα ανδρών επιτέθηκαν σε ένα Ποντιακό ελληνικό αγροτικό χωριό, το Προσόρι, στο Βιλαέτι της Τραπεζούντας. Οι άντρες βίασαν γυναίκες, σκότωσαν νεαρούς άνδρες, έκαναν πλιάτσικο σε σπίτα και ξυλοκόπησαν έναν ιερέα μέχρι θανάτου. Με την απειλή θανάτου, οι χωρικοί έπρεπε να υπογράψουν ένα έγγραφο που έλεγε ότι οι επιτιθέμενοι ήταν Αρμένιοι.

Ο Οσμάν έκανε παρόμοιες επιθέσεις κατά των Ελλήνων του Πόντου μετά τον πόλεμο. Το 1920, αυτός και οι άνδρες του φυλάκισαν όλους τους χριστιανούς άντρες της Κερασούντας και τους κράτησαν για λύτρα. Βίασαν τις χριστιανές γυναίκες ενώ οι σύζυγοι και οι πατέρες τους ήταν φυλακισμένοι. Κάθε απόγευμα, η ομάδα του Οσμάν σκότωνε πέντε ή έξι αιχμαλώτους.

Στην Τσάρσαμπα το 1921, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τις χριστιανές γυναίκες και εστάλησαν σε πορεία θανάτου, ενώ μια επελεγμένη μειοψηφία «όμορφων γυναικών… κρατούνταν για την ευχαρίστηση των στρατευμάτων του Οσμάν Αγά», σύμφωνα με έναν Αμερικανό παρατηρητή που υπηρετούσε στο USS Overton. Τέτοιες ενέργειες από τον Οσμάν και τους άνδρες του ήταν απροκάλυπτες και συχνές. Ένας Αμερικανός που υπηρετούσε στο USS Williamson μίλησε σε έναν ντόπιο, ο οποίος είπε ότι «αυτό που συνέβη τον έκανε να ντρέπεται που είναι Τούρκος». Πολλοί Χριστιανοί βρήκαν καταφύγιο στο τοπικό γαλλικό σχολείο. Οι άνδρες του Οσμάν απήγαγαν και βίασαν τις γυναίκες και τα κορίτσια, σκότωσαν άντρες και αγόρια και αργότερα έκαψαν το σχολείο. Ορισμένοι Τούρκοι κάτοικοι της πόλης συμμετείχαν στις επιθέσεις, ενώ εκείνοι που επρόσκειντο ευνοϊκά προς τους χριστιανούς γείτονές τους ήσαν ανίκανοι να σταματήσουν τη σφαγή. Ο Οσμάν αργότερα ταξίδεψε στην Τραπεζούντα και άρχισε να κάνει πλιάτσικο σε σπίτια, αλλά τον σταμάτησε ένας Τούρκος εν ονόματι Yahya. Ο Τοπάλ και οι άνδρες του ταξίδεψαν ξανά στην Κερασούντα και στην κοντινή Τρίπολη. Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε: Σκότωσαν ή απέλασαν την πλειοψηφία των ντόπιων Ποντίων, αλλά επέλεξαν μερικές γυναίκες και κορίτσια για ηδονή από τα στρατεύματα. Το 1922, ο Οσμάν οδήγησε τους άνδρες του στην Κοτύωρα και σε εννέα κοντινά χωριά.

Θάνατος

Ο Τοπάλ Οσμάν και οι άνδρες του, είχαν παγιδευτεί σε ένα σπίτι τη νύχτα της 1ης Απριλίου 1923, από τη νεοσύστατη μονάδα φρουράς και συγκρούονταν όλη τη νύχτα. Ο Τοπάλ Οσμάν αιχμαλωτίστηκε. Αργότερα την ίδια μέρα, υπό τις διαταγές του İsmail Hakkı, εκτελέστηκε με πυροβολισμό στο κεφάλι.