Αρχείο για Ιουνίου, 2015

«ΑΝΤΡΟ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΖΑΙ ΤΑ ΜΜΑΘΚΙΑ ΣΟΥ»

ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΕΡΙΟΒΟΗΤΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΡΙ

1946 CYPRUS IS AN ISLAND

Ως Κεμαλισμός ορίζονται τα βασικά αξιώματα της Τουρκίας, όπως θεμελιώθηκαν από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και κατ’επέκταση των υποστηρικτών του.

Οι θεμελιώδεις αρχές είναι έξι:

Ουσιαστικά ανέλαβε πραξικοπηματικά μια διαμελισμένη Οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας το εναπομείναν υπόλοιπο των εδαφών στην Ανατολία, κατόρθωσε να το μετατρέψει σε κράτος δυτικού προτύπου ονομάζοντάς το Τουρκία. Προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική του, δεν δίστασε να συνεχίσει αγριότητες των Νεοτούρκων, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων, των Ποντίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων. Θεωρείται, παρ’ όλ’ αυτά, «χαρισματικός ηγέτης», του οποίου η μορφή, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες προσωπικότητες που επηρέασαν καθοριστικά με την παρουσία τους τον 20ό αιώνα. Από τον λαό ο Κεμάλ προσέλαβε τον χαρακτηρισμό «Ατατούρκ», που σημαίνει «πατέρας των Τούρκων».

 

Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του δεν είναι γνωστή ενώ ούτε ο ακριβής τόπος καταγωγής του. Το σπίτι, όπου «λέγεται» ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ, δωρήθηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης στο τουρκικό κράτος το 1935 και έκτοτε φιλοξενεί το Μουσείο Ατατούρκ. Πατέρας του ήταν ο Ali Rıza Efendi και μητέρα του Zübeyde Hanım, με καταγωγή από την κωμόπολη του Λαγκαδά. Ο Αλή Ριζά πέθανε όταν ο Μουσταφά ήταν επτά ετών και η μητέρα του κατέφυγε στο σπίτι του αδερφού της στο χωριό Σαρήγιαρ (σημ. Χρυσαυγή) του Λαγκαδά, στο οποίο υπήρχε σημαντική παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου. Από εκεί έφυγε λίγα χρόνια αργότερα, στη Θεσσαλονίκη όπου έζησε με τη θεία του, Χατιτζέ.

Στα δώδεκά του χρόνια, και παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, ο Μουσταφά εισήχθη στην κατώτερη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Μοναστηρίου, για να καταλήξει το 1899 στην Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης από την οποία εξήλθε το 1902. Αμέσως μετά εισήχθη στη Σχολή Ειδικής Εκπαίδευσης του Γενικού Επιτελείου, από όπου το 1904 αποφοίτησε με τον βαθμό του λοχαγού. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης διακρίθηκε στα μαθηματικά και ύστερα από προτροπή ενός δασκάλου του, που συμπτωματικά ονομαζόταν Μουσταφά, υιοθέτησε το όνομα Κεμάλ, που σημαίνει «τελειότητα»[11][12]. Από εκείνη την εποχή οι πολιτικές του απόψεις ήταν αντίθετες προς το οθωμανικό κράτος και γι’ αυτό είχε αρχίσει να εκδίδει πολιτική εφημερίδα, η οποία μοιραζόταν στους συμμαθητές του, ενάντια στο τότε καθεστώς.

Το 1905 διορίστηκε υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά θεωρήθηκε αντικαθεστωτικός με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για λίγους μήνες και έπειτα να σταλεί, ουσιαστικά να εξοριστεί, στο 5ο τάγμα Δαμασκού. Εκεί ίδρυσε μυστικό πολιτικό σωματείο, το οποίο ονόμασε Vatan ve Hürriyet, που στα τουρκικά σημαίνει Πατρίδα και Ελευθερία. Κατάφερε να μυήσει αρκετούς αξιωματικούς και να δημιουργήσει παρακλάδια στη Θεσσαλονίκη. Όμως γρήγορα η επαναστατική κίνηση αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να διαλύσει την οργάνωση. Στη συνέχεια μετατέθηκε στη Γιάφα (σημ. Ισραήλ).

Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι Κεμάλ μετείχε ενεργά στο κίνημα των Νεότουρκων. Υπάρχει ακόμη και η άποψη ότι την εποχή του ξεσπάσματος του κινήματος των Νεοτούρκων ο Κεμάλ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, στην οποία εργάστηκε με ζήλο για την επιτυχία της αλλά στη συνέχεια, ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία των Νεότουρκων και παράτησε προσωρινά την πολιτική, στρέφοντας την προσοχή του στα στρατιωτικά.

Το 1911 στάλθηκε στη Λιβύη για να οργανώσει την αντίσταση εναντίον των Ιταλών και σύντομα διακρίθηκε στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Παρά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1912, προβιβάσθηκε σε ταγματάρχη. Το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου τον βρήκε στην Καλλίπολη, όπου λίγο αργότερα προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη και διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια της Βουλγαρίας. Στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου κατάφερε να διακριθεί, με αποτέλεσμα να γίνει διοικητής του 2ου Σώματος Στρατού, με το οποίο υπηρέτησε στον Καυκάσου στις επιχειρήσεις του 1916, και στη συνέχεια να προαχθεί σε Πασά.[13]

Συγκεκριμένα, η μεγάλη διάκριση ήρθε στις πολεμικές επιχειρήσεις της χερσονήσου της Καλλίπολης ή των Δαρδανελίων το 1915, όταν ο Κεμάλ κατάφερε να αποκρούσει τις δυνάμεις της Αντάντ, και συγκεκριμένα τις Αγγλογαλλικές, εισπράττοντας σχόλια του τουρκικού τύπου όπως «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της Κωνσταντινούπολης».[15] Έχοντας προβλέψει τη συγκεκριμένη κίνηση των συμμάχων, ο Κεμάλ είχε ζητήσει νωρίτερα να αναλάβει την διοίκηση της άμυνας της Ραιδεστού, τις οποίες ανέλαβε προαχθείς σε συνταγματάρχη, για να εφαρμόσει δική του αμυντική τακτική. Το 1917, ως διοικητής του 2ου Αυτοκρατορικού Σώματος, νίκησε τους ήδη ανοργάνωτους από την Οκτωβριανή Επανάσταση, Ρώσους, στο μέτωπο του Καυκάσου, και ανέκοψε την προέλαση ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, αποσπώντας τις περιοχές Μπιτλίς και Μους. Εξ αιτίας αυτού, η οθωμανική κυβέρνηση τον προήγαγε σε υποστράτηγο (Πασά).

Στη συνέχεια μετατέθηκε στο 7ο σώμα στρατού στην Παλαιστίνη και τη Συρία, αλλά στις 7 Οκτωβρίου επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη για να συνοδεύσει τον διάδοχο του θρόνου, Μεχμέτ, στη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια όμως του ταξιδιού αρρώστησε και αναγκάστηκε να παραμείνει για λίγο στη Βιέννη. Επέστρεψε στις 28 Αυγούστου του 1918 στη Παλαιστίνη, όπου μελέτησε αναλυτικά την κατάσταση στη Συρία. Ο ερχομός των Άγγλων ήταν θέμα χρόνου ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να τους αναχαιτίσουν. Σχολιάζοντας την όλη κατάσταση είπε: «είμαστε όπως ένα νήμα βαμβακιού που σύρεται στο μονοπάτι του[ασαφές]».[16] Μέσα σε λίγες μέρες ο οθωμανικός στρατός είχε υποχωρήσει στην Ιορδανία ενώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Αξίζει να σημειωθεί ότι την υποχώρηση την είχε οργανώσει ο Κεμάλ ενώ ταυτόχρονα είχε αναλάβει και τη διοίκηση του Νοτιο-Ανατολικού μετώπου, χωρίς όμως καμία επιτυχία. Σε εκείνη την υποχώρηση μόλις που κατάφερε να διαφύγει την αιχμαλωσία. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, απέστειλε οργισμένο τηλεγράφημα στον Σουλτάνο, όπου κατηγορούσε τους ανωτέρους του για την υποχώρηση και τις τεράστιες απώλειες του στρατού.

Στις 30 Οκτωβρίου του 1918 πραγματοποιήθηκε η ανακωχή του Μούδρου μεταξύ της Αντάντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία όμως ο Κεμάλ θεώρησε ταπεινωτική για την πατρίδα του.

Ρήξη με την Υψηλή Πύλη και αντεπίθεση

Με την ανακωχή του Μούδρου τοποθετήθηκε σε μη μάχιμη θέση του υπουργείου Εθνικής Αμύνης στην Κωνσταντινούπολη, οργανώνοντας παράλληλα εθνικιστικές ομάδες, στις οποίες συμμετείχαν και πολλοί οι οποίοι είχαν παραγκωνιστεί από τον Σουλτάνο.[17] Ύστερα από πιέσεις των Άγγλων και προκειμένου να απαλλαχθεί από αυτόν, ο Σουλτάνος τον διόρισε στρατιωτικό επιθεωρητή των Ανατολικών Επαρχιών. Εκεί ο Κεμάλ μαζί με άλλους αξιωματικούς υπέγραψε μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο οι αξιωματικοί δήλωναν την αντίθεσή τους με τη φίλα προσκείμενη προς την Αντάντ τουρκική κυβέρνηση και ουσιαστικά ξεκινούσαν ανταρτοπόλεμο εναντίον της Υψηλής Πύλης. Τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο συγκάλεσε δύο εθνικά συνέδρια, ένα στο Ερζερούμ και ένα στη Σεβάστεια. Στο δεύτερο συνέδριο εκλέχθηκε πρόεδρος της Εταιρείας για την Προάσπιση των Εθνικών Δικαιωμάτων των Ανατολικών Επαρχιών. Ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών όρων ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον Σουλτάνο. Παράλληλα ξεκίνησε και η δεύτερη φάση των διώξεων του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στις 23 Απριλίου 1920 ο Κεμάλ εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα και έχοντας καταδικαστεί από τον Σουλτάνο σε θάνατο συγκάλεσε τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία εξέλεξε προσωρινή κυβέρνηση με Πρωθυπουργό και πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης τον ίδιο, ενώ του ανατέθηκε παράλληλα και η ηγεσία του στρατού. Στις 10 Αυγούστου υπογράφηκε από την οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης η Συνθήκη των Σεβρών, την οποία η κυβέρνηση Κεμάλ αρνήθηκε να αναγνωρίσει, θεωρώντας την ατιμωτική για το έθνος. Στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση είχαν σχηματιστεί δύο ομάδες: η μία υποστήριζε τον Κεμάλ και η άλλη αντιδρούσε σθεναρά στα σχέδιά του. Τελικά υπερίσχυσε η πρώτη ομάδα, η οποία και κατάφερε να ενισχύσει με περισσότερες εξουσίες τον ρόλο του προέδρου.

Σταδιακά, ο Κεμάλ κατάφερε να προσεταιριστεί τις Μεγάλες Δυνάμεις και να συνάψει βαρύνουσας σημασίας συμφωνίες, οι οποίες άλλαξαν δραματικά την κατάσταση στη Μικρά Ασία. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η Σοβιετική Ένωση, η οποία όχι μόνο παραχώρησε οθωμανικές περιοχές που είχαν χαθεί στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878 αλλά υπολογίζεται ότι προσέφερε στην κυβέρνηση της Άγκυρας βοήθεια αξίας 6 εκατομμυρίων ρουβλίων.[18] Ο ελληνικός στρατός την 1η Αυγούστου του 1921 ανακόπηκε από τον τακτικό στρατό του Κεμάλ και υποχώρησε, ενώ την ίδια ώρα οι Μεγάλες Δυνάμεις με τηλεγραφήματα συνέχαιραν τον Κεμάλ για την νίκη του. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, κατόπιν παρασκηνιακών συνομιλιών, οι Γάλλοι συμφώνησαν να ακυρώσουν τη Συνθήκη των Σεβρών και να αποχωρήσουν από τη Μικρά Ασία, εγκαταλείποντας στρατιωτικό υλικό. Στις 2 Ιανουαρίου 1922 η Ουκρανία υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την κυβέρνηση Κεμάλ. Μέχρι τον Ιούλιο, η μοναδική δύναμη που υποστήριζε την Ελλάδα ήταν η Αγγλία, η οποία θα στήριζε την κυβέρνηση της Άγκυρας μόνο σε ενδεχόμενη ήττα της Ελλάδας. Στις 13 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός, εκμεταλλευόμενος τα ολέθρια λάθη της ελληνικής πλευράς, επιτέθηκε στη γραμμή του Αφιόν Καραχισάρ αιφνιδιάζοντας τον ελληνικό στρατό και γρήγορα κατάφερε να τον διασπάσει και να τον τρέψει σε φυγή. Στις 27 Αυγούστου 1922, και αφού οι Ιταλοί είχαν εκκενώσει την Έφεσο, ο τουρκικός στρατός υπό την ηγεσία του Κεμάλ κατέλαβε τη Σμύρνη, σφάζοντας τον ελληνικό και αρμενικό πληθυσμό και πυρπολώντας την ελληνική και αρμενική συνοικία.

Πρόεδρος της Τουρκίας

Στις 17 Νοεμβρίου του 1922 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Στ΄ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, ουσιαστικά παραδίδοντάς την στην κυβέρνηση της Άγκυρας. Στις 29 Οκτωβρίου του 1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της, ενωμένης πια, Τουρκίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1938, ημερομηνία θανάτου του, αφού προηγουμένως είχε κερδίσει τις εκλογές του 1927, 1931 και 1935. Βέβαια από το 1930 είχε καταργήσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα με αποτέλεσμα το δικό του, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, να είναι μόνο του στη Βουλή.

Στη διάρκεια της προεδρικής του θητείας ο Κεμάλ αναμόρφωσε και εκσυγχρόνισε την χώρα του, πραγματοποιώντας ριζοσπαστικές αλλαγές. Γενικά οι μεταρρυθμίσεις του είχαν σκοπό να μετατρέψουν την Τουρκία σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα βασισμένη στα δυτικά πρότυπα και πλήρως απελευθερωμένη από την θρησκεία. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καταργήσει το 1924 το Χαλιφάτο και να κλείσει τα ιδρύματα που λειτουργούσαν βάσει της ισλαμικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια απαγόρευσε την πολυγαμία, τον φερετζέ και το φέσι ενώ το 1928 επέβαλλε το λατινικό αλφάβητο. Το 1938 με νόμο υποχρέωσε τον κάθε Τούρκο να αποκτήσει οικογενειακό επώνυμο, κρατώντας για τον εαυτό του το Ατατούρκ, δηλαδή πατέρας των Τούρκων. Επίσης με δικές του νομοθετικές ρυθμίσεις αναβάθμισε τον ρόλο των γυναικών, δίνοντάς τους το δικαίωμα ψήφου, και θέσπισε την ισότητα των δύο φύλων, ενώ επί της θητείας του καθιερώθηκε και το γρηγοριανό ημερολόγιο. Το 1934 επέτρεψε την εκλογή γυναικών στα δημόσια αξιώματα. Σημαντικές ήταν και οι προσπάθειες του για ανύψωση του εθνικού φρονήματος των Τούρκων. Για να το πετύχει χρησιμοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα, αναβαθμίζοντας τον ρόλο του μαθήματος της ιστορίας, και περιόρισε σημαντικά τη θρησκευτική επιρροή. Στο διπλωματικό κομμάτι ο Κεμάλ προχώρησε με το σύνθημα «ειρήνη στο εσωτερικό και ειρήνη στον κόσμο», πολιτική η οποία σε γενικές γραμμές πέτυχε, αφού η Τουρκία διατήρησε ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονες της. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1936 η Τουρκία πέτυχε την υπογραφή της Συνθήκης του Μοντρέ, με την οποία ανέκτησε τον έλεγχο των Στενών και η οποία θεωρήθηκε σπουδαία επιτυχία της κεμαλικής κυβέρνησης και γενικά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Λίγο πριν πεθάνει είχε ταξιδέψει στην Γιάλοβα για ανάρρωση, αφού λόγω του πάθους του με το αλκοόλ έπασχε από κίρρωση. Απεβίωσε στις 9.05 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου του 1938 από κίρρωση του ήπατος στο παλάτι Ντολμά Μπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη και κηδεύτηκε με λαμπρές τιμές[21]. Χαρακτηριστικό είναι ότι 17 χώρες έστειλαν ειδικούς αντιπροσώπους για να παρακολουθήσουν την κηδεία του. Είναι θαμμένος στο Ανίτκαμπιρ, μαυσωλείο που κατασκευάστηκε ειδικά για αυτόν, στην Άγκυρα. Είχε παντρευτεί μια φορά το 1923 αλλά χώρισε δύο χρόνια αργότερα. Είχε υιοθετήσει 8 παιδιά.

Νίκος Σαμψών (1935-2001)

Posted: 8 Ιουνίου, 2015 in Αταξινόμητα
Ετικέτες:

Nikos_Sampson

Τα πρώτα χρόνια και η συμμετοχή στην ΕΟΚΑ

Ο Νικόλαος Σαμψών γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1935 στη Λευκωσία ( άλλοι αναφέρουν ως τόπο γέννησής του την Αμμόχωστο). Εργάστηκε από νεαρή ηλικία ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες όπως ο «Φιλελεύθερος», «H Αλήθεια», η «Cyprus Mail» και οι «Times Of Cyprus» και παράλληλα εντάχθηκε στον ενωτικό, απελευθερωτικό και αντιαποικιακό αγώνα της ΕΟΚΑ καταγράφοντας ιδιαίτερα έντονη δράση κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του θέρους του 1956. Μνημονεύεται κυρίως για τη δημιουργία του λεγομένου «μίλι του θανάτου», στην οδό Λήδρας στην παλιά πόλη της Λευκωσίας, σημείο όπου αρκετοί Βρετανοί στρατιώτες εκτελέστηκαν από την ΕΟΚΑ και μεταξύ άλλων διακρίθηκε για την απελευθέρωση των Αργύρη Καραδήμα και Παναγιώτη Γεωργίου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 15 Αυγούστου του 1956, για τη συμμετοχή του στην αιματηρή συμπλοκή την 31η Αυγούστου του 1956 στο ίδιο νοσοκομείο που είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, για την εκτέλεση του λοχαγού Ουίλσον ( υπεύθυνος του Βρετανικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και εξάδελφος της συζύγου του κυβερνήτη Χάρντινγκ) την 21η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, την εκτέλεση λίγες ημέρες αργότερα δύο Βρετανών υπαξιωματικών της αστυνομίας στην οδό Λήδρας κλπ. Μελανό σημείο της δράσης του στα πλαίσια της ΕΟΚΑ απετέλεσε η εκτέλεση του Βρετανού δημοσιογράφου Μακ Ντόναλντ, πράξη για την οποία επικρίθηκε και από την ηγεσία της ΕΟΚΑ.

Για τη δράση του συλλαμβάνεται την 30ή Ιανουαρίου του 1957, έπειτα από προδοσία, στο Δάλι όπου είχε καταφύγει μετά από αποτυχημένη απόπειρα επίθεσης σε Τουρκοκύπριο αστυνομικό, βασανίζεται και καταδικάζεται δις εις θάνατον με την ποινή να μετατρέπεται τελικά σε ισόβια κάθειρξη. Μετήχθη στις φυλακές της Μεγάλης Βρετανίας για να εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε αλλά μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου και την ίδρυση του κυπριακού κράτους, χορηγήθηκε γενική αμνηστία και το 1960 επέστρεψε στην Κύπρο αφού πρώτα παρέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Ελλάδα μαζί με άλλους απελευθερωθέντες αγωνιστές της ΕΟΚΑ.

Δραστηριότητες την περίοδο 1960-1963

Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του από την εξορία και συγκεκριμένα την 24η Οκτωβρίου του 1960, ο Σαμψών προβαίνει στην έκδοση της εφημερίδας «Μάχη», η κυκλοφορία της οποίας χαιρετίζεται μεταξύ άλλων και από τους Μακάριο και Γρίβα. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους μετατρέπει την «Μάχη» από εβδομαδιαία σε καθημερινή ενώ τον Ιούλιο του 1961 ιδρύει την εβδομαδιαία εφημερίδα «Θάρρος». Παράλληλα, το 1962 δημιουργεί πολιτικό φορέα υπό την ονομασία «Οργάνωσις Προστασίας Ελλήνων Κύπρου» αλλά και τη δική του ένοπλη παραστρατιωτική ομάδα έπειτα από έγκριση του Μακαρίου (παρόμοια άδεια έλαβε από τον τότε προκαθήμενο της κυπριακής εκκλησίας αλλά και πρόεδρο της κυπριακής δημοκρατίας και ο Βάσος Λυσσαρίδης και ο «Ακρίτας» Πολύκαρπος Γιωρκάτζης).

Διακοινοτικές Συγκρούσεις και δράση στην Ομορφίτα

Με την έναρξη της τουρκανταρσίας τα Χριστούγεννα του 1963, ο Σαμψών ηγήθηκε του δικού του ένοπλου τμήματος. Διεδραμάτισε μάλιστα σπουδαίο ρόλο στις συγκρούσεις στην Ομορφίτα, οι οποίες ξέσπασαν όταν οι Ελληνοκύπριοι που κατοικούσαν στο στρατηγικής σημασίας προάστιο της Λευκωσίας, το οποίο κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους, δέχτηκαν σφοδρή επίθεση από τουρκοκυπριακές ένοπλες δυνάμεις. Ο Σαμψών με τη διλοχία του, που αποτελείτο από περίπου 60 άνδρες και το έναν λόχο διεύθυνε ο Σαμψών και την άλλη ο Λεύκιος Ροδοσθένους και χάρη και στην ενίσχυση από τους άνδρες του Ρένου Κυριακίδη, αλλά και τους κοκκινοσκούφιδες του Λυσσαρίδη ανέλαβαν το κύριο βάρος της επίθεσης επιτυγχάνοντας να καταλάβουν τις αντίπαλες θέσεις και να εκκαθαρίσουν έπειτα από σκληρή μάχη το προάστιο από τους Τουρκοκύπριους ενόπλους. Ακολούθως, γύρω στα 800 γυναικόπαιδα της τουρκοκυπριακής κοινότητας απομακρύνθηκαν από την πεδίο των μαχών, παραδόθηκαν στις αρχές και φιλοξενήθηκαν εντός ελληνικού σχολείου για να παραδοθούν στη συνέχεια στον Ερυθρό Σταυρό και να μεταφερθούν με ασφάλεια στον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας. H δράση του αποσπάσματος Σαμψών στην Ομορφίτα και η καθοριστική συμβολή του στην έκβαση της μάχης είχε ως αποτέλεσμα την αποθέωσή του ιδίου και των ανδρών του από τον ελλαδικό και κυπριακό τύπο. Αντιθέτως, λόγω των ιδίων γεγονότων, ο Σαμψών εξελίχθηκε σε μισητή προσωπικότητα για τους Τούρκους. Σε αυτό, πέραν της συμβολής του στην έκβαση της μάχης και της γενναίας στάσης του, διαδραμάτισε ρόλο το ότι η ομάδα Σαμψών θεωρείτο η πιο εξτρεμιστική από όλες τις κυπριακές παραστρατιωτικές ομάδες αλλά και το γεγονός πως συγγραφείς κάνουν λόγο για δράση και κατά αμάχων χωρίς όμως να δώσουν συγκεκριμένες λεπτομέρειες ή τεκμηρίωση. Μάλιστα, η τουρκική προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο τις φήμες αυτές κατά του Σαμψών, στον οποίο και απέδωσε το προσωνύμιο «ο χασάπης της Ομορφίτας», προπαγανδίζοντας ότι οι άμαχοι που είχαν περισυλλεγεί από την ομάδα Σαμών και παραδοθεί με ασφάλεια στης Κυπριακές Αρχές και στη συνέχεια στον Ερυθρό Σταυρό είχαν δήθεν πέσει θύματα σφαγής ενώ ξένα περιοδικά όπως το «Newsweek», τον παρουσίαζαν ως «φονιά με την αθώα παιδική μορφή» με αναφορά όμως στη δράση του κατά τον αγώνα της ΕΟΚΑ.

Πολιτικές και λοιπές δραστηριότητες

Εκείνη την εποχή, ο Σαμψών διέθετε μεγάλο έρεισμα στους κόλπους της κυπριακής νεολαίας ενώ από Ελλαδίτη δημοσιογράφο που επισκέφτηκε την Κύπρο και τον συνάντησε χαρακτηρίζεται ως απροσάρμοστος, πεισματάρης, αναρχικός, πατριώτης και ισχυρογνώμων.

Ο Σαμψών, αρχικά υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Μακαρίου και η εφημερίδα του, «Μάχη», διακρινόταν για την έντονη αντιβρετανική, αντιαμερικανική και αντινατοϊκή αρθρογραφία της ενώ από το 1967 και μετά υιοθετεί φιλοχουντική στάση. Το 1969 εμπλέκεται ενεργά στην πολιτική ως συναρχηγός της φιλομακαριακής Προοδευτικής Παρατάξεως. Κατά την περίοδο 1969 – 1970 διατελεί πρόεδρος του κόμματος ενώ το 1970 θα επιτύχει να εκλεγεί βουλευτής στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις γενικές εκλογές όντας πρώτος σε προτιμήσεις ψήφου στην επαρχία Αμμοχώστου, από το 1973 όμως αρχίζει να συγκλίνει προς τη γριβική παράταξη με αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίησή του το 1974, για την οποία καθοριστικός παράγοντας υπήρξε η συναισθηματικά φορτισμένη παρουσία του, στην κηδεία του Γρίβα τον Ιανουάριο του ίδιου έτους στη Λεμεσό.

Ο Σαμψών δεν ήταν άγνωστος στα ελληνικά πολιτικά δρώμενα. Συγκεκριμένα, ήταν ένας από τους βασικότερους μάρτυρες κατηγορίας στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Στη δίκη της υπόθεσης αυτής, έπειτα από τις συνεχείς ερωτήσεις του δικηγόρου υπεράσπισης Νικηφόρου Μανδηλαρά, ο Σαμψών υποστήριξε ότι δεν θυμόταν τι έγραφε στις εφημερίδες που διεύθυνε, και παρά την προστασία που του παρείχε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποδείχτηκε τελικά η ψευδομαρτυρία του.

Ιούλιος του 1974

Πραξικόπημα και ανάληψη της προεδρίας

Κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, στη Κύπρο, το οποίο είχε υποκινήσει ο Δημήτριος Ιωαννίδης, τότε επικεφαλής της Χούντας στην Αθήνα, οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, συνεπικουρούμενες από μέλη της ΕΟΚΑ Β’, έπειτα από σύντομες αλλά σφοδρές μάχες σε ολόκληρη την Κύπτου ανέτρεψαν τον Μακάριο ο οποίος κατέφυγε αρχικά στην Πάφο και από εκεί μετέβη στο εξωτερικό. Το όλο εγχείρημα του Ιωαννίδη για την ανατροπής του Μακαρίου, είχε, κατά τα φαινόμενα, την ενθάρρυνση της CIA και του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών υπό τον Χένρυ Κίσινγκερ

Αν και το όνομα του Σαμψών δεν συμπεριλαμβανόταν ανάμεσα σε αυτά των υποψηφίων αντικαταστατών του Μακαρίου[57], η εξαφάνιση του Γλαύκου Κληρίδη με το που ξεκίνησαν οι πρώτες μάχες, η απουσία στο εξωτερικό του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη καθώς και η άρνηση του Ζήνωνα Σεβέρη, οδήγησαν τον ταξίαρχο Γεωργίτση να αναθέσει, βιαστικά, στον Σαμψών την προεδρία της Κύπρου. Δύο χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης του, ο Σαμψών υποστήριξε ότι δέχτηκε να αναλάβει την προεδρία επειδή νόμιζε πως ο Μακάριος ήταν νεκρός, όπως άλλωστε είχε διαδοθεί, μετά την σφοδρή επίθεση των πραξικοπηματιών εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου το πρωί της 15ης Ιουλίου.

Εξάλλου, εκείνη την ημέρα, μετά τις πρώτες συγκρούσεις, οπότε και κατέστη σαφές ποια πλευρά θα επικρατούσε, μετέβη, όπως άλλωστε και άλλοι αντιμακαριακοί παράγοντες, στην έδρα του ΓΕΕΦ με σκοπό να συνδράμει τους πραξικοπηματίες. Μάλιστα, φέρεται να αναζήτησε για λογαριασμό τους κάποια από τα πρόσωπα που προορίζονταν για αντικαταστάτες του Μακαρίου.

Ο Σαμψών, ορκίστηκε την ίδια ημέρα από τον, καθαιρεμένο από τον Μακάριο και την Μείζονα Ιερά Σύνοδο, Γεννάδιο και στη συνέχεια προχώρησε σε διάγγελμα προς τον λαό όπου μεταξύ άλλων κατηγορούσε τον Μακάριο, δικαιολογούσε το πραξικόπημα ισχυριζόμενος ότι ο στρατός αναγκάστηκε να επέμβει λόγω εσωτερικών πολιτικών ανωμαλιών ενώ τόνιζε ότι αναλάμβανε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια τα νέα του καθήκοντα και πως στόχος του ήταν η αποκατάσταση του νόμου και της τάξεως, η ηρεμία στους κόλπους της κυπριακής εκκλησίας, η άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων όλων των κοινωνικών τάξεων, η συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού μέσω ενισχυμένων διακοινοτικών συνομιλιών καθώς και η προκήρυξη ελεύθερων εκλογών σε ορίζοντα ενός έτους.

Αμέσως μετά την οριστική επικράτηση του, ο Σαμψών εκμεταλλευόμενος τη θέση του πέτυχε να προστατεύσει αρκετούς υποστηρικτές του Μακαρίου αποτρέποντας ακόμα και δολοφονίες ενώ κατά τις παραμονές της εισβολής και με τον πόλεμο να πλανάται πάνω από την Κύπρο πρότεινε γενική επιστράτευση η οποία όμως απορρίφθηκε από τον ταξίαρχο Γεωργίτση με το σκεπτικό να μην προκληθεί η Τουρκία. Παράλληλα, προσπάθησε να κατευνάσει τους φόβους της διεθνούς κοινής γνώμης για τις εξελίξεις καθώς και να πείσει την τουρκοκυπριακή κοινότητα πως το καθεστώς δεν αποτελούσε απειλή για αυτούς, με την ελπίδα πως με αυτόν τον τρόπο θα απέκλειε το ενδεχόμενο τουρκικής επέμβασης.

Η τουρκική εισβολή

Δυστυχώς πολλοί Αριστεροί αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα ενώ άλλοι, κυρίως τις πρώτες ώρες, είδαν την εισβολή ως ευκαιρία για να καταρρεύσει η πραξικοπηματική κυβέρνηση. Συν τοις άλλοις, ο Σαμψών ως προσωπικότητα δεν διέθετε κύρος στο εξωτερικό και η τοποθέτησή του στην θέση του προέδρου χαρακτηρίστηκε προκλητική: στην Αγγλία λόγω της έντονης δράσης του την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ είχε τη φήμη του δολοφόνου και εκτελεστή Άγγλων ενώ ήταν για τους Τούρκους μισητή προσωπικότητα κυρίως εξαιτίας των γεγονότων στην Ομορφίτα τον Δεκέμβριο του 1963.

Τελικά, την 23η Ιουλίου, με τα τουρκικά στρατεύματα να κατέχουν την Κερύνεια, την Εθνική Φρουρά και την ΕΛΔΥΚ να έχουν αποτύχει να εξαλείψουν τον ισχυρό θύλακα Κιόνελι-Αγύρτας και την συμφωνία κατάπαυσης του πυρός σε ισχύ (συμφωνία την οποία όμως δεν σεβάστηκε η τουρκική πλευρά συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις) ο Σαμψών αναγκάστηκε, υπό το βάρος των εξελίξεων, να παραιτηθεί και να παραδώσει την προεδρία. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος βρισκόταν λόγω του πραξικοπήματος στο εξωτερικό, προεδρεύων ανέλαβε ο πρόεδρος της βουλής των αντιπροσώπων, Γλαύκος Κληρίδης, ως νόμιμος αναπληρωτής μέχρι την επιστροφή του Μακάριου (την ίδια ημέρα 23η Ιουνίου κατέρρεε και στην Αθήνα η Χούντα των Συνταγματαρχών και αποφάσιζε να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς). Μετά την παραίτησή του, ο Σαμψών, προχώρησε μέσω ραδιοφώνου σε νέο διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό όπου τόνιζε μεταξύ άλλων πως μέσω της «επανάστασης» έπεσε το προσωποπαγές καθεστώς του Μακαρίου, αποκάλεσε την τουρκική εισβολή άνανδρη και ισχυρίστηκε πως ανέλαβε την προεδρία όχι από προσωπική φιλοδοξία αλλά για να αποτρέψει τον εμφύλιο και να ενώσει ψυχικά τον λαό. Τέλος, ανέφερε πως είχε τη συνείδησή του ήσυχη και πως η παραίτησή του ήταν προέκταση της όλης προσφοράς του.

Μετά την Εισβολή

Η σύλληψη και η δίκη του Σαμψών

Μετά την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο, τον Δεκέμβριο του 1974, ο Σαμψών δεν δικάστηκε άμεσα καθώς ίσχυε η προφορική αμνηστεία την οποία παραχώρησε ο Μακάριος. Παρόλα αυτά, μετά από έντονες πιέσεις του ΑΚΕΛ την 30ή Οκτωβρίου του 1975, εγκρίθηκε ψήφισμα, βάση του οποίου θα διώκονταν οι «αμετανόητοι» για τα γεγονότα του πραξικοπήματος αλλά και όσοι συνέχιζαν τη δράση τους ( όπως π. χ. η ΕΟΚΑ Β’, η οποία υφίστατο μέχρι και το 1978). Οι δηλώσεις του Σαμψών κατά τη διάρκεια του δευτέρου ετήσιου μνημόσυνου του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1976 απετέλεσαν την αφορμή για την έναρξη ποινικής δίωξης εναντίον του με αποτέλεσμα αρχικά την κλήση του από την Αστυνομία και την επιβολή απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα ( 3 Φεβρουαρίου ) και εν συνεχεία τη σύλληψή του στις 16 Μαρτίου του 1976.

Στις 27 Απριλίου το επαρχιακό δικαστήριο της Λευκωσίας αποφάσισε την απευθείας παραπομπή του σε κακουργιοδικείο έπειτα από εισήγηση της εισαγγελίας για αποφυγή της διαδικασίας της προανάκρισης, κάτι που δέχτηκε και ο ίδιος ο Σαμψών, ο οποίος παρουσιάστηκε στη δίκη χωρίς συνήγορο αφού κανένας δικηγόρος δεν είχε δεχτεί να αναλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή την υπεράσπισή του. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, έξω από τον χώρο των δικαστηρίων σημειώθηκαν άγριες συμπλοκές μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του κατηγορουμένου ενώ η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη πέντε υποστηρικτών ( οι τέσσερις εκ των οποίων ήταν γυναίκες ) του Σαμψών με την κατηγορία ότι συμπεριφέρθηκαν απρεπώς και ότι εξύβρισαν τον πρόεδρο της δημοκρατίας, Μακάριο.

Η δίκη του Σαμψών, την υπεράσπιση του οποίου ανέλαβε τελικά ο Μανώλης Χριστοφίδης (αφού κανένας άλλος δικηγόρος δεν αποδέχτηκε), συνεχίστηκε από την 21η Ιουλίου στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, το οποίο εξέδωσε κατά την 31η Αυγούστου 1976 την ετυμηγορία του, τονίζοντας πως ο κατηγορούμενος δεν δικαζόταν για τα πιστεύω του αλλά για τις πράξεις του: το δικαστήριο απεφάνθη πως ο Νίκος Σαμψών κρίθηκε ένοχος για συνεργασία σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και για σφετερισμό του αξιώματος του προέδρου της δημοκρατίας κατά το διάστημα από τις 15 μέχρι και τις 23 Ιουλίου του 1974, κατηγορίες τις οποίες είχε αποδεχτεί και ο ίδιος, και του επεβλήθηκε εικοσαετής ποινή φυλάκισης με βάση τα άρθρα 20, 21 και 40 του ποινικού κώδικα ενώ η απόφαση δεν εφεσιβλήθη[97]. Νωρίτερα, ο Σαμψών είχε δηλώσει στο δικαστήριο πως δεν μετάνιωνε για τις πράξεις του και πως έδρασε με γνώμονα την εξυπηρέτηση της πατρίδας[95].

Μετάβαση και παραμονή στο εξωτερικό

Περίπου τρία χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου του 1979, με διάταγμα του τότε προέδρου της κυπριακής δημοκρατίας, Σπύρου Κυπριανού, πραγματοποιήθηκε προσωρινή αναστολή της ποινής του Σαμψών για λόγους υγείας. Συγκεκριμ;eνα, έπειτα από εξέταση στην οποία υποβλήθηκε από γιατρούς από την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και την Κύπρο, διαγνώστηκε επιδείνωση της υγείας του ( ο Σαμψών υπέφερε από αιμοπτύσεις ) και κρίθηκε απαραίτητη η άμεση μετάβασή του σε κλινική του εξωτερικού για θεραπεία.

Η αναστολή της ποινής είχε αρχικά εξάμηνη διάρκεια, η οποία στην πορεία διπλασιάστηκε, και έγινε αφού πρώτα ο Σαμψών υπέγραψε δήλωση με την οποία υποχρεούτο μετά την απόλυσή του από τις φυλακές να εγκαταλείψει άμεσα την Κύπρο και να μην επανέλθει μέχρι την αποπεράτωση της θεραπείας και να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του με την επιστροφή του από το εξωτερικό, μετά την αποθεραπεία.

Ο Σαμψών μετέβη αρχικά για ιατρική παρακολούθηση στο Μόναχο της Δυτικής Γερμανίας και αργότερα στη Γαλλία όπου και παρέμεινε ως το 1990 παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού είχε άρει από τον Δεκέμβριο του 1980 το διάταγμα της προσωρινής αναστολής που του είχε παρασχεθεί το 1979 και ταυτόχρονα τον καλούσε να επιστρέψει στην Κύπρο για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η κυπριακή κυβέρνηση, ο Σαμψών στο διάστημα της μέχρι τότε απουσίας του όχι μόνο δεν είχε υποβληθεί σε θεραπεία[103] αλλά ταυτόχρονα συνδεόταν ( σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της κυπριακής κυβέρνησης ) και με παράνομες δραστηριότητες.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι την 17η Ιουλίου 1974, τρεις ημέρες πριν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μυστική συνάντηση μεταξύ του Μακαρίου και Μπουλέντ Ετσεβίτ.

Επιστροφή στην Κύπρο

Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Σαμψών τέθηκε υπό κράτηση. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφασίσει την αποφυλάκιση του, έτσι στις 22 Μαρτίου 1992 του απονεμήθηκε χάρη του υπολοίπου της ποινής του, από τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργο Βασιλείου. Μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στον δημοσιογραφικό χώρο συνεχίζοντας την έκδοση των εφημερίδων του, που είχε ξεκινήσει από παλαιότερα, δύο ημερησίων, της «Μάχης» και της «Νίκης», και μίας εβδομαδιαίας, του «Θάρρους».

Θάνατος

Απεβίωσε σε ηλικία 66 ετών, την Τετάρτη 9 Μαΐου 2001 έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, σε κλινική της Λευκωσίας όπου νοσηλευόταν. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στα γραφεία της εφημερίδας «Μάχη», γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του ΑΚΕΛ που με ανακοίνωση υποστήριξε πως ο Σαμψών λόγω της συμπεριφοράς του κατά το Πραξικόπημα δεν άξιζε την τιμή λαϊκού προσκυνήματος. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την 12η Μαΐου στον Ι. Ν. της Παναγίας Ευαγγελίστριας στην Παλλουριώτισσα υπό την παρουσία πλήθους κόσμου ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ Νίκος Αναστασιάδης καθώς και αρκετοί βουλευτές και στελέχη του κόμματος ενώ στη νεκρώσιμο ακολουθία χοροστάτησε ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α’.

Ήταν παντρεμένος με τη Βέρα Σαμψών και είχε δύο παιδιά. Ο γιος του Σωτήρης είναι πολιτικός και βουλευτής με το ΔΗΣΥ.