Αρχείο για Αύγουστος, 2014

Λεόντιος Μαχαιράς

Ο Λεόντιος Μαχαιράς υπήρξε ο γνωστότερος και σπουδαιότερος Κύπριος χρονογράφος του μεσαίωνα. Έζησε κατά το 15ο αιώνα, την περίοδο της Φραγκοκρατίας.

Γεννήθηκε στην Κύπρο και ήταν γιος του Σταυρινού Μαχαιρά. Η οικογένεια του διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Φράγκους βασιλιάδες. Η θέση που κατείχε κοντά στους Φράγκους του έδωσε την ευκαιρία να ζήσει από κοντά και να γνωρίσει από πρώτο χέρι πολλά ιστορικά γεγονότα που τα περιέγραψε ύστερα στο χρονικό του.

Έγραψε το χρονικό «Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Kρόνακα, τουτέστιν Xρονικόν». Ασχολείται με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα από την εποχή της επίσκεψης της Αγίας Ελένης στην Κύπρο (4ος αιώνας μ.Χ.) μέχρι το θάνατο του βασιλιά Ιωάννη Λουζινιάν (1458 μ.Χ.). Τα γεγονότα τα οποία είναι πιο πρόσφατα στην εποχή του συγγραφέα αναφέρονται με πολλή λεπτομέρεια, δηλαδή τα γεγονότα της βασιλείας του Πέτρου Β’ (1369) ως το τέλος του 1458.

Το χρονικό του Μαχαιρά αποτελεί ένα πολύτιμο μνημείο της ελληνικής γλώσσας, όπως μιλιόταν στην Κύπρο την εποχή της Φραγκοκρατίας. Αποτελεί επίσης γνήσια πηγή των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων της εποχής.

Παρόλο που ο Λεόντιος Μαχαιράς εθεωρείτο ευνοούμενος της Φραγκικής αυλής εντούτοις δεν διστάζει να κατηγορήσει την απάνθρωπη συμπεριφορά των κατακτητών, τις ραδιουργίες τους και τις βιαιότητες τους ενάντια στον ελληνικό πληθυσμό. Στέκεται επίσης αντίθετος και κατήγορος προς τους ελληνορθόδοξους οι οποίοι ασπάσθηκαν τον καθολικισμό για την εξασφάλιση προνομίων.

Ιωάννης Σωζόμενος (πρεσβύτερος)

Ο Ιωάννης Σωζόμενος ήταν Έλληνας αγωνιστής της Κύπρου και χρονογράφος του 16ου αιώνα.

Γεννήθηκε στην Κύπρο περί τα μέσα του 16ου αιώνα. Επικεφαλής τεσσάρων χιλιάδων υπερασπίστηκε τη Λευκωσία κατά των Τούρκων το 1570. Ήταν αρχηγός ιππήλατων και πεζών ταγμάτων, και επινόησε πολεμική ανθρωποκτόνο μηχανή. Δηλητηρίασε το νερό των Τούρκων ρίχνοντας δηλητήριο στα πηγάδια, αλλά οι Τούρκοι το έμαθαν εγκαίρως.

Επέζησε την απάνθρωπη σφαγή κατά την άλωση της Λευκωσίας και πιάστηκε αιχμάλωτος του Μουσταφά Πασά, ο οποίος τον έστειλε στην Αμμόχωστο. Εκεί τον έστειλε στους πολιορκημένους να διαπραγματευτεί την παράδοση της πόλης.

Ο Ιωάννης κατάφερε, άγνωστο πώς, να ξεφύγει και κατέφυγε πρόσφυγας στην Ιταλία, στη Βενετία. Εκεί κατέγραψε ό,τι είδε και άκουσε. Το βιβλίο αυτό έτυχε επιμέλειας από τον Φραγκίσκο του Αλταμίρου και εκδόθηκε το 1576.

Σολομών Ροδινός

Ο Σολομών Ροδινός ήταν Έλληνας λόγιος του 16ου αιώνα.

Γεννήθηκε γύρω στο 1516 στον Πλαταμώνα της Κύπρου. Σπούδασε στην Αμμόχωστο. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας της άλωσης της πατρίδας του. Πέθανε το 1586, σε ηλικία εβδομήντα ετών. Γιος του ήταν ο Νεόφυτος.
Συγγράμματα

Έγραψε ημερολόγιο από της εμφανίσεως του τουρκικού στόλου μέχρι της κατακτήσεως του νησιού. Πρόσθεσε και περιγραφή των γενομένων σεισμών, βροχών, ακρίδων, λοιμού, και άλλων θανατικών. Στο ημερολόγιό του θρήνησε την απώλεια της πατρίδας του σε στίχους και πεζό λόγο.


Στέφανος Λουζινιάνος

Ο Στέφανος Λουζινιάνος ήταν Έλληνας λόγιος του 16ου αιώνα.
Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στην Λευκωσία της Κύπρου το 1537. Νέος εντάχθηκε στο τάγμα του Αγίου Δομίνικου και άλλαξε το βαφτιστικό του όνομα από Ιάκωβος σε Στέφανος.

Σπούδασε στην πατρίδα του υπό κάποιον Άρμένιο επίσκοπο Ιουλιανό. Σε ηλικία μόλις τριάντα χρονών εξελέγη Βικάριος της Δυτικής Αρχιεπισκοπής της Κύπρου. Μετά την άλωση του νησιού αποδήμησε στην Ιταλία και διέτρεξε πολλούς τόπους συγκεντρώνοντας λύτρα για την εξαγορά των αιχμαλωτισμένων συγγενών του.

Στην Ρώμη γνωρίστηκε με τον πρεσβευτή της Γαλλίας και στάλθηκε στο Παρίσι το 1577, όπου και παρέμεινε διδάσκοντας.

Επέστρεψε στη Ρώμη και απεβίωσε το 1590.

Το όνομα Κύπρος φέρεται να επικράτησε από τους Έλληνες από την εποχή του Ομήρου, από τους οποίους και μεταδόθηκε στη συνέχεια σε όλους τους παρακείμενους λαούς πλην όμως δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε και το μοναδικό όνομα της νήσου. Ήδη είναι γνωστό ότι στα αιγυπτιακά μνημεία του Τούθμωσι Γ΄ (1500 π.Χ.) η Κύπρος φέρεται με το όνομα Asebi ή Jsj. Στο δε ψήφισμα της Κανώπου (238 π.Χ.) αναφέρεται με το όνομα Sbjn, ενώ στους πήλινους πίνακες του Τελ ελ Αμάρνα εμφανίζεται με το όνομα Alasia, μάλιστα σ΄ αυτούς περιλαμβάνονται οκτώ επιστολές, με αριθ. 33-40, του βασιλέως της Αλασίας προς τον βασιλέα της Αιγύπτου Αμένοφι Δ΄ (πιθανώς 1385-1566) γραμμένες όλες σε βαβυλωνο-ασσυριακή γλώσσα. Τη γνώμη ότι με το όνομα Αλασία φερόταν η Κύπρος ενισχύει και η ευρεθείσα επιγραφή στη νήσο όπου αναφέρει «ΑΠΟΛ(Λ)ΩΝ ΤΩΙ ΑΛΑΣΙΩΤΑΙ» που φέρονταν σε βάθρο ανδριάντα, έργο του Πλυτού, που είχε αφιερώσει ο Αψάσωμος στον θεό «Απόλλωνα τον Αλασώταν». Το όνομα αυτό απαντάται ακόμα και σήμερα ως τοπωνύμια όπως Άλασσος, (αντί του ορθού Άλασσα), Αϊλάσυκα (αντί του ορθού Αγλάσυκα). Υπάρχουν όμως και κάποιοι που αμφισβητούν τα παραπάνω ονόματα ότι αφορούν την Κύπρο, αναζητώντας επ΄ αυτών χώρες στη Βόρεια Συρία.
Επίσης υφίσταται και το όνομα Kittim του εβραϊκού κειμένου που αποδίδεται στην Κύπρο, πλην όμως σε πολλά χωρία αναφέρεται για περιοχή που προσδιορίζεται δυτικότερα, στην Ιταλία ή την Ελλάδα.

Όμως το ελληνικό όνομα Κύπρος απαντάται τόσο στην Ιλιάδα όσο και την Οδύσσεια. Κατά πρώτον απαντάται στο Λ 21 της Ιλιάδας μαζί με την Κινύρα παράδοση. Επίσης στην Οδύσσεια στους στίχους δ.83, θ 363, ρ 442, και 448. Στη δε Ιλιάδα στους στίχους Ε 330, 422, 458, 768 και 873. Επίσης το όνομα Κύπρις φέρεται ως επίθετο της θεάς Αφροδίτης.
Αρχαιότερη επιγραφή που φέρει το όνομα Κύπρος ανάγεται στο 459 π.Χ..

Επίσης πολλά αρχαία προσωπικά ονόματα φέρονται συνδεδεμένα με το όνομα Κύπρος, όπως Αριστόκυπρος, Αριστοκύπρα, Θεμιστοκύπρα, Κυπραγόρας, Κυπρόθεμις, Κυπροκράνης, Ονασίκυπρος, Πασίκυπρος, Στασίκυπρος, Τιμόκυπρος, Φιλόκυπρος κ.ά.

Ετυμολογία Ονόματος
Η ρίζα του ονόματος «Κύπρος» πηγάζει απο τα μεγάλα αποθέματα χαλκού που υπήρχαν στο νησί.
Η ετυμολογία όμως δεν είναι σίγουρη. Υπάρχουν διάφορες απόψεις. Μία άποψη λέει πως οφείλει το όνομα του στο βασιλιά Κύπρο του οποίου την κόρη Έννη νυμφεύτηκε ο Αχαιός Τεύκρος γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα, όταν και ήρθε εξόριστος μετά τον Τρωικό πόλεμο και ίδρυσε την πόλη Σαλαμίνα στη Κύπρο. Μία άλλη άποψη υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από την Ελληνική λέξη για το Μεσογειακό κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens, Κυπάρισσος η αειθαλής) ή ακόμα και από το Ελληνικό όνομα για το φυτό χέννα (Lawsonia alba), κύπρος. Μία άλλη άποψη είναι ότι η ρίζα του ονόματος είναι από την Ετεοκυπριακή και τη λέξη για το χαλκό. Ο Georges Dossin, για παράδειγμα, εισηγείται ότι οι ρίζες της λέξης βρίσκονται στην λέξη των Σουμερίων για το χαλκό (zubar) ή του μπρούντζου (kubar), από τα μεγάλα αποθέματα χαλκού που υπήρχαν στο νησί.

Οι μεγάλες εξαγωγές χαλκού από την Κύπρο έδωσαν το λατινικό όνομα στο χαλκό μέσα από την φράση aes Cyprium, «μέταλλο της Κύπρου», που αργότερα συντομεύτηκε στο Cuprum. Η Κύπρος είναι επίσης γνωστή σαν το Νησί της Αφροδίτης αφού κατά την Ελληνική Μυθολογία η θεά Αφροδίτη, όπως δηλώνει και το όνομά της (=γεννημένη από τον αφρό) γεννήθηκε στο νησί κοντά στην Πέτρα του Ρωμιού στις ακτές της Πάφου. Πουθενά στις αρχαίες πηγές δεν υπάρχει αναφορά για γέννηση της Ιστάρ-Αστάρτης των Φοινίκων στην Κύπρο αντίθετα με την Αφροδίτη των Ελλήνων που μάλιστα φέρει και το προσωνύμιο «Κύπρις». Ο κάτοικος της Κύπρου αναφέρεται συνήθως ως Κύπριος. Στην κυπριακή διάλεκτο αναφέρεται ως Κυπραίος.

Προϊστορία
Η προϊστορία της Κύπρου αρχίζει με την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στο νησί κατά τη 10η χιλιετία π.Χ., σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, και τελειώνει με το πέρασμα από τη 2η στην 1η χιλιετία π.Χ. και τις απαρχές των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών που θα καταλήξουν στην ίδρυση των κυπριακών βασιλείων της ιστορικής περιόδου. Η Προϊστορία της Κύπρου αρχίζει με την Νεολιθική εποχή σε αντίθεση με τον Ελλαδικό χώρο όπου ανακαλύφθηκαν κατάλοιπα ανθρώπινης παρουσίας ήδη από την Παλαιολιθική εποχή.

Οι πρώτοι Αχαιοί εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο το 1400π.Χ. σε κυπριακά λιμάνια, κυρίως στα νότια και ανατολικά, εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες ειρήνης που επικρατούσαν στην περιοχή. Η Κύπρος όμως εξελληνίστηκε πλήρως μετά τον Τρωικό πόλεμο, με τους Αχαιούς να κατακλύζουν το νησί. Τότε οι ιθαγενείς του νησιού που οι σύγχρονοι μελετητές ονόμασαν Ετεοκύπριους, εξελληνίστηκαν και από τότε το νησί κατοικείται από Έλληνες (Αχαιούς). Ο πληθυσμός των λεγόμενων Ετεοκύπριων ήταν ασήμαντος σε σχέση με αυτό των Αχαιών, ζούσαν στην Αμαθούντα, και εξαφανίστηκε κάθε ίχνος τους το 450π.Χ.

Ιστορικοί χρόνοι
Στην ελληνιστική περίοδο άνθισαν οι τέχνες και έχουμε μαρτυρίες σε αμφορείς και πλάκες με γραφές. Άνθισε, επίσης, και η ελληνική θρησκεία προς τους 12 θεούς του Ολύμπου με ιερά σε όλο το νησί με μεγαλύτερο αυτό της Θεάς Αφροδίτης στην Πάφο (Κούκλια) πλησίον στο τόπο όπου γεννήθηκε (Πέτρα του Ρωμειού). Σ’ αυτή την εποχή ο φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς, Κύπριος φυσικά, ίδρυσε την περίφημη σχολή των Στωικών στην Αθήνα.

Ακολουθεί η ρωμαϊκή περίοδος η οποία διήρκεσε από το 58 π.Χ.-330 μ.Χ. Οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας επισκέφθηκαν την Πάφο όπου κατόρθωσαν να εκχριστιανίσουν το Ρωμαίο Ανθύπατο, Σέργιο Παύλο και έτσι η Κύπρος έγινε το πρώτο νησί που απόκτησε Χριστιανό ηγέτη.

Στη συνέχεια είναι η βυζαντινή περίοδος. Με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Κύπρος έγινε επαρχία του ανατολικού μέρους δηλαδή του Βυζαντίου, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Ακολουθούν η Φραγκοκρατία, η Τουρκοκρατία και η Αγγλοκρατία με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959 και την κήρυξη της ανεξαρτησίας το 1960.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εγκατέλειψε το νησί παραχωρώντας το στους Άγγλους το 1878. Τότε άρχισαν και οι αγώνες των Κυπρίων που υπήρξαν σκληροί και ξεκινούσαν από τα 1191, όταν η Κύπρος απεσπάσθη βίαια από την Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από πολύ παλιά αγωνίζεται να κρατήσει την ελληνική της ψυχή, αγωνίζεται στις αφελληνιστικές διαθέσεις και στα αλλεπάλληλα κύματα άλλοτε των βαρβάρων που εφορμούσαν από τα βάθη της Ανατολής και άλλοτε της Δύσης.

Γεώργιος Γρίβας -Οργάνωσης Χ

Posted: 26 Αυγούστου, 2014 in Αταξινόμητα
Ετικέτες:

 

ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ

Posted: 24 Αυγούστου, 2014 in Αταξινόμητα
Ετικέτες:

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ

Οι μαρτυρίες των Ελλήνων που πολέμησαν τους Τούρκους. Πρόκειται για τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που το 1974 απέκρουσαν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ξεχασμένοι για πολλά χρόνια αφού «οι λαοί θυμούνται μόνον τους πολέμους που κέρδισαν». Το 1998 ο Αργύρης Ντινόπουλος σε μια σειρά εκπομπών που έκανε για την τηλεόραση του Αντέννα με γενικό τίτλο «Στον δρόμο» κατέγραψε τις ζωές και τις μαρτυρίες των στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ 1974. Η σκηνοθεσία είναι του Μιχάλη Γαλανάκη. Βοηθός σκηνοθέτης ο Γιάννης Μαρούδας.

 

Ισλάμ

Posted: 22 Αυγούστου, 2014 in Αταξινόμητα

Το Ισλάμ είναι μονοθεϊστική θρησκεία, η οποία διαμορφώθηκε με το κήρυγμα και τη δράση του Προφήτη Μωάμεθ (Μουχάμαντ) στις αρχές του 7ου αιώνα.

Η προϊσλαμική θρησκεία στην Αραβική Χερσόνησο

Η επικρατούσα θρησκεία στην Αραβία πριν την εμφάνιση του Ισλάμ ήταν ένας συνδυασμός ανιμισμού και πολυθεϊσμού. Ευρέως διαδεδομένη ήταν η λατρεία πνευμάτων που κατοικούσαν στα δέντρα και στις πηγές των οάσεων. Ανώτερος μεταξύ των θεοτήτων ήταν ο Αλλάχ, ο δημιουργός του κόσμου. Επιπλέον, διαδεδομένη ήταν και η λατρεία των ιερών λίθων, για τους οποίους πίστευαν ότι περιέχουν κάποια δύναμη που μπορούσε να μεταδοθεί στον πιστό με την επαφή. Σημαντικό ιερό στο οποίο γίνονταν ετήσια προσκυνήματα ήταν η Καάμπα στη Μέκκα, ένα μεγάλο οικοδόμημα κυβικού σχήματος, χτισμένο πάνω σε έναν από αυτούς τους ιερούς λίθους, το οποίο στέγαζε, επίσης, αγάλματα πολλών άλλων θεοτήτων. Υπήρχαν, τέλος, ιουδαϊκές και χριστιανικές κοινότητες.

Βασικές αρχές

Ονομασία

Η αραβική λέξη «ισλάμ» (αραβικά: إسلام‎ ​) σημαίνει «υποταγή»,και χρησιμοποιείται από τους μουσουλμάνους ως «υποταγή στον Θεό» και εκείνοι που αποδέχονται την θρησκεία του ισλάμ (τη στάση υπακοής, εξάρτησης και αφοσίωσης στον Θεό) ονομάζονται μουσλίμ (muslim), που σημαίνει «υποταγμένος» δηλαδή:«υποταγμένος στον Ύψιστο».

Το Ισλάμ δεν έχει μόνο θρησκευτική αλλά και πολιτική υπόσταση, όπως και άλλες θρησκείες. Έχουν χρησιμοποιηθεί στην ελληνική γλώσσα διάφορες ονομασίες για να το προσδιορίσουν, όπως «Ισλαμισμός», «Μουσουλμανισμός» και «Μωαμεθανισμός». Ο τελευταίος όρος θεωρείται απορριπτέος από τους μουσουλμάνους μιας και θεωρούν εαυτούς όχι λάτρεις του Μωάμεθ αλλά απλώς ακόλουθους της διδασκαλίας του.

Επικράτεια

Το Ισλάμ έχει επικρατήσει σε ολόκληρη τη ζώνη που εκτείνεται από τον Βόλγα προς βορά, μέχρι τη Μαδαγασκάρη προς νότο, και από το Καράτσι του Πακιστάν ανατολικά, μέχρι το Ντακάρ της Σενεγάλης δυτικά. Ανατολικότερα, αποτελεί κύρια θρησκεία στο Μπανγκλαντές, στη Μαλαισία και την Ινδονησία. Σήμερα, το Ισλάμ έχει περισσότερους από 1 δισεκατομμύριο πιστούς και είναι η πιο γρήγορα αυξανόμενη πίστη στον κόσμο.Η σύγχρονη μεγάλη μετανάστευση πληθυσμών-κυρίως προς τον Δυτικό κόσμο-έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία μουσουλμάνων σε περισσότερες από 184 χώρες.

Επιδράσεις

Το Ισλάμ έχει λάβει επιδράσεις από τρεις βασικές ρίζες: την προϊσλαμική αραβική θρησκεία, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Από φιλοσοφικής πλευράς επηρεάστηκε τόσο από την Πλατωνική όσο και από την Αριστοτελική σκέψη. Σε νομικά θέματα, εκτός από την αραβική κληρονομιά, δέχθηκε επιδράσεις και από την ρωμαϊκή και βυζαντινή παράδοση.

Διδασκαλία

Το Κοράνι

Το Κοράνι είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται το Ισλάμ και, κατά τους Μωαμεθανούς, είναι το αντίγραφο ενός «ουράνιου» πρωτότυπου. Στους ανθρώπους κυκλοφορεί απλά ένα αντίγραφό του. Το πρωτότυπο αυτό βρίσκεται πάντοτε μπροστά στον Θεό. Έχει την ίδια θέση που έχει στον χριστιανισμό ο Ιησούς ως προαιώνιος Λόγος του Θεού.

Είναι βιβλίο που διαιρείται σε 114 κεφάλαια που εκτείνονται σε 6.200 στίχους. Κάθε κεφάλαιο ονομάζεται «σούρα» αραβικά: سورة ‎ ​ και μπορεί να απαρτίζεται από λίγους μόνο στίχους ή να περιέχει πάνω από 200. Τα δύο μεγαλύτερα (Η Βούς, 2ο και Οι Ποιηταί, 3ο) έχουν αντιστοίχως 286 και 227 στίχους, ενώ τα μικρότερα (Η Δείλη, 103ο, Το Κάουθερ, 108ο, Η Επικουρία, 110ο) μόνο τρεις. Αλλά και οι στίχοι δεν έχουν ορισμένη έκταση· μερικοί αποτελούνται από δύο μόνο λέξεις, άλλοι από πολλές δεκάδες. Η κατάταξη των κεφαλαίων δεν γίνεται με βάση τη λογική ή χρονολογική σειρά. Προηγούνται κατά κανόνα τα εκτενέστερα και έπονται τα συντομότερα. Εξαίρεση αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο, «Η Έναρξις»: είναι μία σύντομη σούρα που έχει τη μορφή προλόγου. Αυτή επαναλαμβάνεται από τους πιστούς μουσουλμάνους τουλάχιστον δύο φορές σε κάθε προσευχή. Στο αραβικό πρωτότυπο οι σούρες, είναι γνωστές με τα ονόματα που φέρουν π.χ. αλ-Φατίχα (Η Έναρξη), αλ-Μπάκαρα (Η Aγελάδα), κ.λ.π.

Τα Χαντίθ

Τα Χαντίθ είναι η παράδοση γύρω από την συμπεριφορά και τη σοφία του Μωάμεθ, που καθορίστηκαν μεταδιδόμενα από στόμα σε στόμα από αυτόπτες μάρτυρες κυρίως της πρώτης αλλά και της δεύτερης και της τρίτης Ισλαμικής γενιάς.

Δεν θεωρούνται όλα τα Χαντίθ έγκυρα από τους θεολόγους-νομοδιδάσκαλους του Ισλάμ. Υπάρχουν πολλές συλλογές Χαντίθ και έχει αναπτυχθεί ολόκληρη επιστήμη ώστε να εξακριβωθεί ποια Χαντίθ θεωρούνται αυθεντικά. Οι δύο κλασικές συλλογές είναι οι «Σαχίχ» του al-Bukhari και του Muslim. Οι συλλογές αυτές ονομάζονται «οι δυο γνήσιες» (al-sahihan) και περιέχουν αφηγήσεις δογματικού, ηθικού και ιστορικού ενδιαφέροντος . Οι Σιίτες έχουν τα δικά τους Χαντίθ τά οποία αποδίδουν στην οικογένεια του Αλή.

Ενώ το Κοράνιο είναι ο λόγος του Θεού, τα Χαντίθ θεωρούνται «ο λόγος του Μωάμεθ». Επίσης, οι δυο κύριοι κλάδοι του Ισλάμ είναι οι Σουνίτες και οι Σιίτες.

Τα θεμέλια της πίστης

  1. Απόλυτη μοναδικότητα, υπερβατικότητα και απρόσωπο του Αλλάχ. Στην Ισλαμική θεολογία χρησιμοποιούνται για τον Θεό 99 ονόματα, τα οποία εκφράζουν διάφορες όψεις του μεγαλείου της υπάρξεώς του. Για παράδειγμα, αποκαλείται ο Άγιος, ο Πρώτος, ο Έσχατος, ο Δημιουργός, ο Ακούων, ο Βλέπων, ο Ισχυρός, ο Πλούσιος, ο Σοφός, ο Ελεήμων, ο Συγχωρών, ο Αγαπητός, η Δικαιοσύνη, η Αλήθεια κ.λ.π.
    Η γνώση για τον Θεό δεν μπορεί να είναι ποτέ πλήρης και έτσι το εκατοστό θείο όνομα του Θεού το αγνοούμε. Το Κοράνιο επιμένει με πάθος στη μοναδικότητα του Αλλάχ, την παντοδυναμία του και την παντοκρατορία του. «Είς εστίν ο Θεός ημών και ουδείς έτερος υπάρχει. Είναι οικτίρμων και ελεήμων» (2:158). Αυτός δημιούργησε τον κόσμο (2:27, 41:9-12) και προνοεί συνεχώς για το σύμπαν. Έπλασε τον άνθρωπο, εμφύσησε στον Αδάμ το πνεύμα του (32:9) και τον δίδαξε με τα ονόματα των ζώων και των πραγμάτων (32:13,29).
  2. Η πίστη στη ύπαρξη των αγγέλων. Αυτοί δημιουργήθηκαν από το φως και είναι εκτελεστές των διαταγών του Θεού. Με θεϊκή εντολή, ο άγγελος Γαβριήλ μετέφερε από τον ουρανό στη γη το Κοράνιο και το υπαγόρευσε στον Μωάμεθ.
    Στο Ισλάμ υπάρχει έντονη η παρουσία και η δράση του Διαβόλου. Ονομάζεται Ιμπλίς (Iblıs) ή Σαϊτάν (Shaıtan) και σκοπός του είναι η ακύρωση του λόγου του Θεού. Στην κατηγορία των πνευμάτων ανήκουν και τα Τζίν (Jinn). Υπάρχουν τα καλά τζιν, που πιστεύουν στο Κοράνιο αλλά υπάρχουν και τα κακά Τζιν, «που έκλεψαν τα μυστικά του ουρανού γι αυτό λιθοβολήθηκαν με θραύσματα αστέρων και κύλησαν στην άβυσσο»[1]
  3. Η πίστη στα βιβλία που αποκάλυψε ο Θεός στην ανθρωπότητα, ορισμένα από τα οποία είναι ο Νόμος, ή αλλιώς Τορά, οι Ψαλμοί και τα Ευαγγέλια. Τελευταίο βιβλίο που αποκαλύφθηκε είναι το Ιερό Κοράνιο. Γενικά οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι τα αρχικά βιβλία που αποκάλυψε ο Θεός αλλοιώθηκαν με την πάροδο των χρόνων. Μόνο το Κοράνιο έμεινε αναλλοίωτο.
  4. Η πίστη στους προφήτες. Στο Κοράνιο αναφέρονται 26 ονόματα προφητών. Στη Χαντίθ αναφέρεται ότι ο αριθμός των προφητών είναι περίπου 124.000. Σαν προφήτες αναφέρονται ο Νώε, ο Αβραάμ που σημαίνει «φίλος του Θεού»,[2] ο Μωυσής, ο Μεσσίας Ιησούς, «απόστολος του Θεού και λόγος αυτού (4:169) και τέλος ο Μωάμεθ, «απόστολος του Θεού και η σφραγίς πάντων των προφητών» (33:40). Σαν προφήτης επίσης θεωρείται από ορισμένους και ο Δούλ Καρνέιν (στο Κοράνιο δεν γίνεται ξεκάθαρη αναφορά αν πρόκειται για προφήτη), ο οποίος κατά την επικρατέστερη άποψη είναι ο Μέγας Αλέξανδρος (18:82)
  5. Τα βιβλία των προφητών. Ανάμεσα στα βιβλία των προφητών αναγνωρίζονται η Πεντάτευχος η οποία αποκαλύφθηκε στον Μωυσή, οι Ψαλμοί στον Δαυίδ και τα Ευαγγέλια στον Ιησού (5:50). Η Αγία Γραφή θεωρείται αλλοιωμένη.
  6. Η πίστη στην ανάσταση των νεκρών. Είναι η τελική, η έσχατη κρίση, όπου οι δίκαιοι θα κριθούν και θα ανταμειφθούν με τον αιώνιο παράδεισο και οι άδικοι θα σταλούν στην κόλαση. Να αντιγραφούν κείμενα από (47:16-17), (37:47, 78:33), (52:24).
  7. Η πίστη στο πεπρωμένο (qadar), το οποίο μόνο ο Θεός γνωρίζει.

Ο Ιησούς στο Κοράνιο

Στο Κοράνιο γίνεται λόγος για τον Ιησού, (4:154-156), (5:79), (111) αλλά απορρίπτεται η Θεότητά του (4:169), (5:19), (9:30). Αποκαλείται «Μεσσίας» και «λόγος Θεού» και θεωρείται δεύτερος Αδάμ. Σύμφωνα με το Κοράνιο, ήρθε στον κόσμο με τρόπο υπερφυσικό από την «παρθένο Μαρία», προφήτεψε από την βρεφική ηλικία (19:31-34) και έκανε πολλά θαύματα (3:43), (5:109-115). Σύμφωνα με το Ισλάμ, ο Ιησούς δεν σταυρώθηκε και δεν αναστήθηκε, αλλά οι αντίπαλοί του σκότωσαν τον Ιούδα τον οποίο ο Θεός έκανε να μοιάζει στον Ιησού ενώ ο Ιησούς επέστρεψε στον Θεό. Το Κοράνιο αναφέρεται με σεβασμό στην παρθένο Μαρία (21:91), (5:99), (3:37). Δεν την δέχονται όμως ως Θεοτόκο, αλλά ως μητέρα του Μεσσία. Την προσφωνούν «Δέσποινά μας, κυρία μας Μαριάμ». .

Οι Πέντε Στύλοι της Τήρησης

Κάθε μουσουλμάνος έχει 5 υποχρεώσεις στην ζωή του, τους Πέντε Στύλους της Τήρησης. Αυτοί είναι οι εξής, όπως περιγράφονται στο Κοράνιο:

  1. Η ομολογία της πίστης, σαχάντα, ότι δηλαδή «Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Θεό (αραβικά Αλλάχ)· ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης (ή αγγελιοφόρος) του Θεού». (Σούρα 33:40)
  2. Η προσευχή, σαλάτσαλάχ), η οποία πρέπει να γίνεται πέντε φορές την ημέρα κατά προτίμηση στο τζαμί κοιτάζοντας προς τη Μέκκα (κίμπλα) (η δεύτερη προσευχή της Παρασκευής πρέπει να γίνεται στο τζαμί) .(Σούρα 2:144). Επαναλαμβάνεται πέντε φορές την ημέρα με τρόπο τελετουργικό. Το πρωί μεταξύ χαραυγής και ανατολής του ήλιου, το μεσημέρι, γύρω στις 3 το απόγευμα, μετά την δύση του ήλιου, και το βράδυ όταν είναι σκοτάδι. Το Κοράνιο αναφέρει μόνο τρεις υποχρεωτικές προσευχές τονίζοντας κυρίως την μεσημβρινή προσευχή. Στη Χαντίθ όμως ξεκαθαρίζεται ο αριθμός των προσευχών και η χρονική στιγμή που πραγματοποιούνται.
  3. Η ελεημοσύνη, ζακάτ, υποχρέωση δηλαδή να δίνει κανείς ένα ποσοστό του εισοδήματός του και της αξίας κάποιας ιδιοκτησίας στους φτωχούς. Δίνοντάς το, συμβάλλει στον εξαγνισμό της υπόλοιπης περιουσίας του. (Σούρα 24:56)
  4. Η νηστεία, σάουμ. Kατά τη διάρκεια του Ραμαντάν (Ραμαζανιού), του 9ου μήνα του ισλαμικού ημερολογίου, απαγορεύεται το φαγητό, το ποτό και το κάπνισμα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. (Σούρα 2:180-182)
  5. Η ιερή αποδημία ή προσκύνημα, χατζ, στη Μέκκα, Κάθε πιστός τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του θα πρέπει να επισκεφθεί τους ιερούς τόπους του Ισλάμ «αν μπορεί να αντεπεξέλθει στα έξοδα», τον 12ο μήνα του ισλαμικού ημερολογίου και αν μπορεί να εξασφαλίσει την διαβίωση της οικογένειάς του κατά την απουσία του. (Σούρα 3:87)

Κλάδοι του Ισλάμ

Ένα από τα σύμβολα του Ισλάμ: Η λέξη «Ο Θεός» (Αλλάχου) γραμμένη σε αραβική καλλιγραφική γραφή, στην Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη.

Στους 100 κομμουνιστές, οι 40 είναι αγύρτες, οι 59 αφελείς και ένας μόνο πραγματικός μπολσεβίκος.

Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν, 1870-1924, Σοβιετικός ηγέτης

Ο κομμουνισμός ως έννοια σχετίζεται με μια μορφή κοινωνίας η οποία θα λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά και αποκεντρωμένα, χωρίς, κράτος ή διακριτές κοινωνικές τάξεις. Ο κομμουνισμός θεωρείται η ανώτερη βαθμίδα εξέλιξης του σοσιαλισμού. Στον κομμουνισμό, η ύπαρξη του κράτους ως μηχανισμού παγίωσης της εξουσίας της άρχουσας τάξης, όπως και οι ίδιες οι κοινωνικές τάξεις είναι πλέον περιττά. Το ταξικό και εξουσιαστικό δίπολο όλων των προηγούμενων ταξικών κοινωνιών (άρχουσα τάξη και καταπιεζόμενες τάξεις) παύει να υφίσταται και η κοινωνία-οικονομία οργανώνεται πάνω στη βάση των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Το χρήμα στην κομμουνιστική κοινωνία χάνει την ανταλλακτική του αξία και χρησιμοποιείται ως απλή λογιστική μονάδα ανταλλαγής αγαθών (και όχι πια προϊόντων!), βάση της αξίας χρήσης των αγαθών αυτών. Τούτο εξηγείται ως εξής: Το χρήμα σε κάθε ταξική κοινωνία έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια χρησιμοποιείται ως ισοδύναμο ανταλλαγής προϊόντων (πχ ένα σπίτι τόσα χρήματα), από την άλλη όμως έχει την δική του -ανεξάρτητη από τα προϊόντα- αξία. Συσσωρεύεται και είναι μόνο του, πηγή πλούτου και εξουσίας.

Αντιθέτως στον κομμουνισμό το γενικό ισοδύναμο ανταλλαγής αγαθών δεν θα επιτρέπει την συσσώρευσή του, συνεπώς θα δρα αποτρεπτικά ως προς την επανεμφάνιση ταξικών διαιρέσεων και ανισοτήτων. Στον κομμουνισμό τα μέσα παραγωγής (γη, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) αποτελούν κοινωνική / κοινοτική ιδιοκτησία και όχι ατομική, ενώ υφίστανται συλλογική διαχείριση από τους εργαζόμενους/παραγωγούς, με στόχο την κάλυψη των υλικών αναγκών όλων των πολιτών κατά το ρητό «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Ως πολιτικός χώρος, στο ευρύτερο πλαίσιο της Αριστεράς, ο κομμουνισμός εκφράζει αυτήν την προσδοκώμενη κοινωνία μέσω ενός σοσιαλιστικού λαϊκού κινήματος το οποίο αντιτίθεται στον καπιταλισμό. Η αντίληψη της κομμουνιστικής κοινωνίας απορρέει -συν τοις άλλοις- από μία κριτική στην ανταλλακτική οικονομία και στην έννοια της ατομικής ιδιοποίησης του κέρδους που προκύπτει στην παραγωγική διαδικασία, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχει περιγραφεί ως οικονομία δώρων.

Ως κομμουνιστές, με μία ευρεία έννοια, μπορούν να περιγραφούν όλοι οι μαρξιστές και οι περισσότεροι ελευθεριακοί σοσιαλιστές (π.χ. οι αναρχοκομμουνιστές). Κατά τον μαρξισμό η μετάβαση από τον καπιταλισμό προς την κομμουνιστική κοινωνία περιλαμβάνει μια αρχική περίοδο ύπαρξης κράτους -εργατικό μισοκράτος που τείνει προς τον μαρασμό και την εξαφάνιση- στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και του λαού. Η μεταβατική αυτή περίοδος είναι ο σοσιαλισμός.

Η φύση και ο χαρακτήρας των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» της Ανατολικής Ευρώπης τα οποία κατέρρευσαν κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1989 και το 1991, διχάζουν το κομμουνιστικό κίνημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων κομμουνιστών, ο σοσιαλισμός υλοποιήθηκε σε αυτές τις χώρες. Κατά την γνώμη άλλων τμημάτων του κομμουνιστικού κινήματος, στις χώρες του ανατολικού μπλοκ ουδέποτε οικοδομήθηκε -παρά τις τιτάνιες προσπάθειες των λαών- ο σοσιαλισμός (βλ. κομμουνιστική επαναθεμελίωση). Πολλές φορές ο όρος κομμουνισμός στην καθομιλουμένη αφορά παρόμοια λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα με απολυταρχικές κυβερνήσεις και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το κράτος και την κρατική/κομματική άρχουσα τάξη, αντί για μία κατάσταση μετάβασης προς την κομμουνιστική κοινωνία (δείτε και το άρθρο κομμουνιστικό κράτος).

Μαρξισμός

Παρόλο που μικρές, αποσπασματικές κομμουνιστικές κοινότητες υπήρξαν στην ανθρώπινη Ιστορία (πρωτόγονος κομμουνισμός), οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς ήταν οι πρώτοι που έθεσαν στερεή θεωρητική βάση για τον κομμουνισμό ως σοσιαλιστικό πολιτικό κίνημα (είχε προηγηθεί η προσπάθεια του Προυντόν ο οποίος επίσης ασκούσε κριτική στο κίνητρο του κέρδους και στη μισθωτή εργασία, αλλά διατηρούσε την έννοια της αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής). Ο ευρύτερα γνωστός τύπος θεωρητικής και πολιτικής προσσέγγισης της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι ο μαρξισμός και τα διάφορα παράγωγά του ( λενινισμός, συμβουλιακός κομμουνισμός κλπ).

Οικονομία

Ο μαρξισμός προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ιστορικά φαινόμενα μέσα από το πρίσμα της πάλης των τάξεων. Η κοινωνία αποτελείται από διάφορες κοινωνικές τάξεις οι οποίες διαφοροποιούνται αντικειμενικά από τη σχέση που έχουν με τα μέσα παραγωγής. Για παράδειγμα, η καπιταλιστική κοινωνία αποτελείται από την αστική τάξη (τους κεφαλαιοκράτες/καπιταλιστές, στους οποίους ανήκουν τα μέσα παραγωγής) και την εργατική τάξη ή προλεταριάτο (τους εργάτες, οι οποίοι εργάζονται πουλώντας την εργατική τους δύναμη (διανοητική ή χειρωνακτική) έναντι μισθού για να βγάλουν τα προς το ζην, εφόσον δεν τους ανήκουν μέσα παραγωγής). Ταυτόχρονα όμως η διαστρωμάτωση της καπιταλιστικής κοινωνίας εμπεριέχει και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα της πόλης ή της υπαίθρου (ελεύθεροι επαγγελματίες, μικρομαγαζάτορες, αγρότες κλπ) τα οποία σε κρίσιμες στιγμές για την ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών, πολώνονται είτε προς την εργατική, είτε προς την αστική τάξη.

Η ανθρώπινη εργασία είναι από την αρχαιότητα ως σήμερα, η πηγή κάθε πλούτου. Είτε μιλάμε για την εργασία των δούλων στις δουλοκτητικές κοινωνίες της αρχαιότητας, είτε μιλάμε για την εργασία των δουλοπάροικων και των βιοτεχνών στο Μεσαίωνα, είτε για την εργασία των εργατών/εργαζομένων στην σημερινή εποχή. Η άρχουσα τάξη κάθε κοινωνίας (αρχαίο Ιερατείο, δουλοκτήτες, φεουδάρχες, καπιταλιστές/κεφαλαιοκράτες), καρπώνεται με την βία τον παραγόμενο πλούτο και τον χρησιμοποιεί για να παγιώσει την δύναμή της με στόχο τη διαιώνιση της εξουσίας της σε βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών τάξεων.

Στον καπιταλισμό οι αστοί εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο/εργατική τάξη κερδοσκοπώντας από την εργασία των προλεταρίων/εργαζομένων. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται απόσπαση της υπεραξίας που παράγει ο εργαζόμενος, προς όφελος του κεφαλαιοκράτη. Τούτο εξηγείται ως εξής: Τα προϊόντα που παράγονται από τον εργαζόμενο/εργάτη έχουν αξία μεγαλύτερη από το σύνολο του κόστους παραγωγής τους (με ενσωματωμένο και τον μισθό των εργαζομένων/εργατών). Επίσης, ο εργαζόμενος/εργάτης παράγει πολύ περισσότερα προϊόντα από αυτά που θα του έφταναν για να ζήσει εάν δεν υπήρχε το κέρδος του κεφαλαιοκράτη και πληρώνεται λιγότερο από την αξία της εργασίας του. Το κέρδος αυτό το οποίο το έχει παράξει η ανθρώπινη εργασία (διανοητική ή/και χειρωνακτική) αλλά το καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης, ονομάζεται υπεραξία.

Η εργασία στον κομμουνισμό είναι αντιληπτή όχι ως καταπιεστική ανάγκη αλλά ως μία ευκαιρία δημιουργικής εκδίπλωσης των ικανοτήτων του ατόμου και δεν διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο. Τούτο εξηγείται ως εξής: Στον κομμουνισμό δεν υφίσταται κοινωνικές τάξεις, ούτε και κράτος. Η οικονομία της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι οργανωμένη με βάση τον ελεύθερα συνεταιρισμένο παραγωγό και όχι το ταξικό/εξουσιαστικό δίπολο: άρχουσα τάξη/καταπιεζόμενη τάξη! Το φαινόμενο της φτώχειας έχει εξαλειφθεί καθώς οι πόροι και τα παραγόμενα αγαθά κατανέμονται ως απαιτείται, ενώ η οικονομική παραγωγικότητα είναι μεγιστοποιημένη αφού στην αταξική και χωρίς κράτος κομμουνιστική κοινωνία, δεν εμφανίζονται οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού μα και κάθε ταξικής κοινωνίας.

Δημοκρατία;;;

Ο λαός με «πρωτοπορία» την εργατική τάξη έχει απόλυτο συμφέρον κατά τους μαρξιστές, να ανατρέψει την άρχουσα τάξη και το υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα, για να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του προλεταριάτου ή αλλιώς εργατική εξουσία / δημοκρατία (ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα από πολλούς μαρξιστές, για να τονίσει την ανάγκη αποφυγής της γραφειοκρατικής δικτατορίας ενός πολιτικού κόμματος στο όνομα της εργατικής τάξης και του κομμουνισμού).

Η δικτατορία του προλεταριάτου (ή εργατική εξουσία/δημοκρατία), είναι ένας κρατικός μηχανισμός στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, ο οποίος σταδιακά αυτοδιαλύεται και η κοινωνία με το πέρασμα του χρόνου γίνεται κομμουνιστική. Η δημοκρατία στην περίοδο της εργατικής εξουσίας εννοείται ως μία εξουσία που ανήκει στο λαό, ασκείται από αυτόν μέσα από τα εργατικά συμβούλια και τις λαϊκές συνελεύσεις, με το κράτος να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας και να προστατεύει αυτά τα συμφέροντα από την μειοψηφία της μόλις ανατραπείσας αστικής τάξης.

Στον κομμουνισμό οι έννοιες της πολιτικής και της δημοκρατίας θα έχουν χάσει τη σημασία τους, αφού προηγουμένως, μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, θα έχει εμφανιστεί αυτή η πραγματικά δημοκρατική κοινωνία της εργατικής εξουσίας, στην οποία σταδιακά οι τάξεις και το κράτος θα εξαφανιστούν και πλέον η παραγωγική μονάδα θα είναι ο ελεύθερα συνεταιρισμένος παραγωγός. Στη λενινιστική θεωρία και πρακτική η δικτατορία του προλεταριάτου ονομάζεται «σοσιαλιστικό κράτος» και ερμηνεύεται ως ένας πλήρης, συγκεντρωτικός κρατικός μηχανισμός κυβερνώμενος από το λενινιστικό πολιτικό κόμμα, το οποίο καθοδήγησε νωρίτερα την εργατική τάξη προς την επανάσταση. Οι ελευθεριακοί μαρξιστές ερμηνεύουν ωστόσο διαφορετικά την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου και συνήθως δεν δίνουν έμφαση στον ρόλο των πολιτικών κομμάτων, ενώ οι αναρχοκομμουνιστές απορρίπτουν τελείως μία τέτοια μεταβατική φάση για το πέρασμα στην αταξική και ακρατική κομμουνιστική κοινωνία και κάθε τύπο κοινοβουλευτικής – κομματικής δραστηριοποίησης στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους.

Λενινισμός και εθνικά κομμουνιστικά κόμματα

Ο λενινισμός είναι η επαναστατική θεωρία και πρακτική που διατύπωσε και εφάρμοσε ο Βλαντιμίρ Λένιν, κατά την οποία η δικτατορία του προλεταριάτου καθοδηγείται από ένα επαναστατικό Κόμμα «εμπροσθοφυλακής» ή «πρωτοπορίας». Έτσι οι λενινιστές διακρίνονται από μία συγκεκριμένη ερμηνεία και εφαρμογή του μαρξισμού στηριγμένη στις έννοιες της «πρωτοπορίας» και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ενώ συνήθως οργανώνονται σε αστικού-κοινοβουλευτικού τύπου πολιτικά κόμματα] τα οποία ονομάζονται Κομμουνιστικά Κόμματα.

Στην Ελλάδα όπως και σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, το κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι ενιαίο. Αντιθέτως είναι πολύμορφο με έντονες τις συμφωνίες αλλά και τις διαφορετικές προσσεγγίσεις στο εσωτερικό του. Στη χώρα μας, ένας από τους βασικούς εκφραστές της κομμουνιστικής ιδεολογίας θεωρείται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Υπάρχουν όμως και άλλα κομμουνιστικά κόμματα ή οργανώσεις, τα οποία απορρίπτουν τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» όπως είναι το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ) με πρόταγμα την αναγκαιότητα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Δρουν και άλλοι μικρότερης εμβέλειας και επιρροής μαρξιστικοί-λενινιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί. Ο κομμουνισμός συνήθως αντιπαρατίθεται στο κοινοβουλευτικό επίπεδο με τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία επιχειρεί έναν πιο περιορισμένο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσω διαρκών μεταρρυθμίσεων, στοχευμένων μακροπρόθεσμα σε μεγαλύτερη ισοκατανομή του πλούτου, μέσα στο πλαίσιο όμως του αστικού φιλελευθερισμού και της συνταγματικής νομιμότητας. Αντιθέτως ο επαναστατικός σοσιαλισμός, όπου συγκαταλέγεται ο λενινισμός παρά τη συμμετοχή του στο κοινοβουλευτικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προσβλέπει στην πλήρη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και εστιάζει στη διεθνή εργατική τάξη ως κλειδί αυτής της επανάστασης.

Οι λενινιστές με τον καιρό έχουν διαφοροποιηθεί σε τροτσκιστές, σταλινικούς (οι ίδιοι συνήθως δεν αυτοαποκαλούνται έτσι) και μαοϊκούς. Κύρια εστία των διαφωνιών τους είναι η αντίληψή τους για τη σοσιαλιστική φύση της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον θάνατο του Λένιν ή του Στάλιν. Από την άλλη οι ελευθεριακοί μαρξιστές ανήκουν σε μία πλειάδα σχηματισμών, όπως οι συμβουλιακοί κομμουνιστές (γνωστότερη προσωπικότητα που συνδέεται με τον συμβουλιακό κομμουνισμό, αν και ανήκε σε λενινιστικό κόμμα, είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ).

Στο λενινιστικό κίνημα σήμερα προβάλλεται από ορισμένα τμήματά του η αναγκαιότητα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, η οποία προκύπτει κυρίως από τον τραγικό εκφυλισμό από πολύ νωρίς των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού» σοσιαλισμού και την μετατροπή τους σε ταξικά / εκμεταλλευτικά καθεστώτα στο όνομα του κομμουνισμού, αλλά και από τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον καπιταλισμό.

Ιστορία

Το όνομα της πόλης συνδέεται με τη θεά Αφροδίτη, δεδομένου ότι Πάφος ήταν το όνομα της μυθολογικής κόρης της Αφροδίτης και του Πυγμαλίωνα. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος αναφέρει τον Κινύρα ως ιδρυτή της Πάφου «Κινύρας εν Κύπρω παραγενόμενος συν λαώ έκτισε Πάφον»[2]. Ο δε Λουτάτιος, θεωρεί τον Πάφο, γιο του Κινύρα, ως θεμελιωτή της Πόλης, αν και κατά τον Ισίδωρο, την Πάφο έκτισε ο Πάφος, γιος του Τυφώνος. Επίσης ο Παυσανίας και ο Όμηρος αναφέρουν σαν ιδρυτή της Πάφου και της Παλαίπαφου τον Αγαπήνορα, Αρκάδα Βασιλιά της Τεγέας που μετά την επιστροφή του από τον Τρωικό πόλεμο ίδρυσε την Παλαίπαφο, τα σημερινά Κούκλια. Μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει και ο οικισμός Μαα – Παλαιόκαστρο που φέρει πολλά κοινά με άλλα μυκηναϊκά κτίσματα – οχυρά.

Τα κυπριακά βασίλεια είναι γνωστό ότι διαλύθηκαν κατά τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα από τον Πτολεμαίο Α’, έναν από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο πριν ο τελευταίος βασιλιάς της Πάφου, ο Νικοκλής, είχε μεταφέρει την έδρα του βασιλείου του δυτικότερα, σε πιο κατάλληλη τοποθεσία, που ονομάσθηκε Νέα Πάφος (η σημερινή Κάτω Πάφος). Η Νέα Πάφος έμελλε να γνωρίσει λαμπρές ημέρες δόξας κατά τα ελληνιστικά χρόνια, ως έδρα των κυβερνητών της Κύπρου, η οποία και είχε ενταχθεί στο βασίλειο των Πτολεμαίων, των Ελλήνων βασιλέων της Αιγύπτου.

Κατά τα ελληνιστικά χρόνια η Πάφος έγινε πρωτεύουσα της Κύπρου. Όταν η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, το 58 π.Χ., παρέμεινε πρωτεύουσα της Κύπρου και έδρα των Ρωμαίων κυβερνητών του νησιού. Ήταν τότε με ναούς, επαύλεις, ανάκτορα, θέατρο, ωδείο και πολλά άλλα εντυπωσιακά οικοδομήματα, καθώς και τειχισμένη με ισχυρά τείχη. Τα εξαίρετα και άφθονα ψηφιδωτά δάπεδα της Πάφου, που συνεχώς αποκαλύπτονται από την αρχαιολογική σκαπάνη, μαρτυρούν την ακμή της πόλης, η οποία όμως υπέφερε κατά καιρούς και από ισχυρούς σεισμούς.

Το 45 μ.Χ. έφθασαν στην Πάφο οι απόστολοι Βαρνάβας, Παύλος και Μάρκος, κατά τη διάρκεια της πρώτης αποστολικής περιοδείας στην Κύπρο. Παρά το ότι η παράδοση λέγει ότι στην Πάφο ο απόστολος Παύλος εισέπραξε «σαράντα παρά μίαν» (δηλαδή 39) μαστιγώσεις, ωστόσο μαρτυρείται, αντίθετα, ότι εκεί είχε κηρύξει το Χριστιανισμό και ενώπιον αυτού τούτου του Ρωμαίου κυβερνήτη, του Σεργίου Παύλου, ο οποίος και αποδέχθηκε τη νέα θρησκεία. Έτσι, η Κύπρος έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που κυβερνήθηκε από έναν Χριστιανό.

Κατά τα βυζαντινά χρόνια η Πάφος έχασε τα πρωτεία, επειδή πρωτεύουσα έγινε η Σαλαμίς. Οι σεισμοί αλλά και οι επανειλημμένες αραβικές επιδρομές, μεταξύ του 7ου και του 10ου μ.Χ. αιώνα, οδήγησαν την πόλη στην παρακμή. Από τα μεσαιωνικά χρόνια η πόλη άρχισε να γίνεται γνωστή και με την ονομασία Κτήμα, επειδή αποτέλεσε κτήμα βασιλικό (φέουδο). Ήταν τότε το δυτικό λιμάνι της Κύπρου, καθώς και επισκοπική έδρα. Η πόλη γνώρισε τη μεγαλύτερή της παρακμή κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1570-1878). Κατά την Αγγλοκρατία είχαν κατασκευαστεί αρκετά έργα, αλλά η πόλη μπορεί να θεωρηθεί πως γνωρίζει ακμή μετά το 1974, όπου αρκετοί πρόσφυγες είχαν μετακινηθεί εδώ λόγω της Τούρκικής εισβολής. Σήμερα είναι μια πόλη γραφική και συνάμα σύγχρονη, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ’ τις υπόλοιπες πόλεις του νησιού.

Πολιτισμός

Συνοπτική παρουσίαση της Πάφου

Η πολύ μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά που άφησαν στην πόλη και την περιοχή της Πάφου τα 4000 σχεδόν χρόνια ύπαρξής της, κατέστησαν την Πάφο ουσιαστικά ένα μεγάλο, ανοικτό μουσείο. Για αυτό τον λόγο η UNESCO πρόσθεσε απλά ολόκληρη την πόλη στον κατάλογο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της. Πραγματικός θησαυρός θεωρούνται τα ψηφιδωτά που ανευρέθησαν μετά από ανασκαφές στην Κάτω Πάφο, στην Οικία του Διονύσου, την Οικία του Αιώνος και την Οικία του Θησέως, και τα οποία διατηρήθηκαν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση κάτω από την γη για 16 αιώνες μέχρι την τυχαία ανακάλυψή τους στα τελευταία χρόνια και αποκάλυψή τους μετά από πολλών χρόνων ανασκαφές.

Στην ίδια περιοχή βρίσκονται και οι Τάφοι των Βασιλέων, που πιστεύεται ότι αποτελούν νεκροταφείο πλούσιων κατά την Ρωμαϊκή εποχή. Οι τάφοι χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα. Επίσης η στήλη του Αποστόλου Παύλου, οπού ο Απόστολος βασανίστηκε και μαστιγώθηκε με «σαράντα παρά μία» ως τιμωρία για την εισαγωγή «καινών δαιμονίων» στον τόπο κατά την Ιεραποστολική του δράση. Στην ίδια περιοχή βρίσκονται, κάτω από την επιφάνεια της γης οι κατακόμβες της Αγίας Σολομωνής και του Αγ. Λαμπριανού όπου γίνονταν οι πρώτες θρησκευτικές τελετές από τους Χριστιανούς όταν διώκονταν. Στην πρώτη μάλιστα, αυτή της Αγίας Σολομωνής σώζονται και τοιχογραφίες.

Επίσης στην ευρύτερη περιοχή των ψηφιδωτών βρίσκονται και τρία αρχαία θέατρα από τα οποία διατηρούνται μόνο τα δύο, το γνωστότερο από τα οποία είναι το «Αρχαίο Ωδείο» της Πάφου. Πρόκειται για ρωμαϊκό ωδείο το οποίο χρησιμοποιείται και σήμερα για παραστάσεις. Σώζονται επίσης κοντά στο Αρχαίο Ωδείο μέρος των τειχών της Πάφου, χαλάσματα της Ρωμαϊκής Αγοράς όπως και του Ασκληπιείου.

Πιο σύγχρονα μνημεία όπως το κάστρο «Σαράντα Κολώνες» απόμεινάρι της εποχής των Λουζινιανών, όπως και το σήμα κατατεθέν της Πάφου, το περίφημο κάστρο που βρίσκεται στο λιμανάκι της Πάφου και είχε κτιστεί για προστασία του λιμανιού από επιδρομείς αρχικά από τους Βυζαντινούς, και έπειτα από τους Λουζινιανούς τον 13ο αιώνα.

Όλα τα πιο πάνω εντάχθηκαν σε ένα αρχαιολογικό πάρκο, που καλύπτει την περιοχή από το λιμάνι της πόλης μέχρι και τους τάφους των Βασιλέων, προσβάσιμο μόνο από πεζούς, ενώ ακόμα και σήμερα πολλές αποστολές από διάφορα πανεπιστήμια του εξωτερικού καταφθάνουν στην περιοχή για ανασκαφές αφού ένα πολύ μικρό ποσοστό της έχει ανασκαφεί πλήρως.

Το 2017 ψηφίστηκε ως πολιτισμική πρωτεύουσα της Ευρώπης φυσικά όχι τυχαία, λόγω της ευρείας πολιτισμικής της κληρονομιάς.

Το Κίτιον ή Κιτίμ ήταν αρχαία ελληνική πόλη βασίλειο της Κύπρου στη θέση της σημερινής Λάρνακας. Στο χώρο της πόλης υπήρχαν προϊστορικοί οικισμοί οι οποίοι αργότερα δέχτηκαν Αχαιούς αποίκους. Η πόλη αναφέρεται ήδη από τον 12ο αιώνα σε αιγυπτιακές επιγραφές, αλλά και αργότερα στην Αγία Γραφή. Τον 9ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε αποικία των Φοινίκων με το όνομα Καρτιχατάστ που σημαίνει «νέα πόλη». Τον 7ο αιώνα π.Χ. το Κίτιο περνά στην εξουσία των Ασσυρίων, ενώ τον 5ο αιώνα π.Χ. μαζί με όλη την Κύπρο περνά στην κατοχή των Αιγυπτίων και στη συνέχεια στους Πέρσες βασιλείς οι οποίοι εγκατέστησαν Φοίνικες βασιλείς. Το Κίτιο συμμετέχει στην πολιορκία της Τύρου. Το 58 π.Χ. περνά στους Ρωμαίους συνεχίζοντας να παραμένει το σημαντικότερο και κυριότερο λιμάνι της Κύπρου. Η πόλη συνέχιζε να ακμάζει μέχρι τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας αλλά σταδιακά έχασε την αίγλη της και εγκαταλείφθηκε. Στην πόλη ζούσαν Φοίνικες από τον τον 8ο – 3ο αιώνα μαζί με τους Έλληνες που ζούσαν στο νότιο μέρος. Συνολικά η πόλη μετρά 32 αιώνες ελληνικού πολιτισμού. Οι Φοίνικες του Κιτίου, που συνεργάζονταν πάντα με τους Πέρσες, άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπουν την Κύπρο όταν αυτή προσαρτήθηκε (311-310 π.Χ. μέχρι το 58 π.Χ.) στους Πτολεμαίους. Υπολογίζεται πως μέχρι το 200π.Χ. δεν υπήρχε ούτε και ένας Φοίνικας στην Κύπρο, εγκαταστάθηκαν στη μητρόπολή τους, τη Φοινίκη, αφού δεν υπήρχαν πλέον οι Πέρσες στην Κύπρο για να τους προστατεύουν.

Προϊστορία

Σύμφωνα με ανασκαφικές έρευνες στη περιοχή υπήρχαν δύο προϊστορικοί οικισμοί οι οποίοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις και εξήγαγαν χαλκό, πορφύρα και αλάτι. Οι οικισμοί αυτοί δέχτηκαν Μυκηναίους και Αχαιούς εποίκους μετά τον Τρωικό πόλεμο και εξελίχθηκαν σε πόλεις. Τον 10ο αιώνα π.Χ. οι δύο αυτές πόλεις καταστράφηκαν από κάποια φυσική καταστροφή αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να κτίσουν μια νέα πόλη το μετέπειτα Κίτιο. Οι Μυκηναίοι έκτισαν κυκλώπεια τείχη με πάχος 2,50 μέτρων ενώ κατά διαστήματα υπήρχαν τετράπλευροι προμαχώνες.

Κατά τον Ιώσηπο, (Ιώσηπου Εβραϊκά αρχ. α. 7), η πόλη ιδρύθηκε αμέσως μετά τον κατακλυσμό του Νώε όταν κατά τον αναδασμό της γης δόθηκε στον Χετίμ ή Κιτίμ, γιο του Ιαυάν. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή είναι η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στον ελλαδικό χώρο και η αρχαιότερη. Σύμφωνα με τον Αίλιο Διονύσιο ιδρύθηκε από Φοίνικες πειρατές και το όνομα είναι Φοινικικό και προέρχεται από κάποια γυναίκα με αυτό το όνομα ή Κιτίον λεγόταν φοινικική πόλη από προέρχονταν οι άποικοι.

Πρώτη γραπτή μαρτυρία για την πόλη έχουμε τον 12ο αιώνα π.Χ. από αιγυπτιακές επιγραφές. Στο Κίτιο τον 9ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε αποικία από Φοίνικες της Τύρου, σε ανασκαφές έχει βρεθεί ναός της Αστάρτης της ίδιας περιόδου. Οι Φοίνικες σε επιγραφές που έχουν βρεθεί ονόμαζαν την πόλη Καρτιχατάστ. Το Κίτιο έγινε από τις πλούσιες Κυπριακές πόλεις και απέκτησε τόση μεγάλη φήμη που αναφέρεται 28 φορές στην Παλαιά Διαθήκη[1]. Στην πόλη λατρεύονταν όλοι οι θεοί και των Φοινίκων και υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι σε αυτούς όπως του Μελκάρτ που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης, ναός του Βαάλ υπήρχε σε λόφο του Κιτίου. Στην πόλη ομιλούνταν και Ελληνικά και Φοινικικά. Τέσσερις ναοί αφιερωμένοι σε γυναικεία θεότητα της γονιμότητας από αυτή την εποχή έχουν ανασκαφή με μεγάλες αυλές με βωμούς, σε έναν υπήρχε ιερός κήπος και δεξαμενή για ιερά ψάρια. Ένας πέμπτος ναός ήταν αφιερωμένος σε θεό της γονιμότητας στον οποίο βρέθηκαν προσωπεία που παρίσταναν κεφαλές βοδιών. Επίσης τα εργαστήρια χαλκού μεταφέρονται έξω από τα τείχη στα βόρεια της πόλης ώστε οι νότιοι άνεμοι να διώχνουν τις αναθυμιάσεις έξω από την πόλη.

Ιστορικοί χρόνοι

Τον 7ο αιώνα π.Χ. το Κίτιο περνά υπό την εξουσία των Ασσυρίων αλλά έχει δικούς του βασιλείς φόρου υποτελείς, το 705 ο βασιλιάς της Τύρου, Σιδώνας και του Κίτιου Πύλας επαναστατεί αλλά αποτυγχάνει και καταφεύγει στο Κίτιο με την οικογένεια του, αλλά οι κάτοικοι της πόλης τον θανατώνουν για να γλιτώσουν από την οργή των Ασσυρίων. Την περίοδο αυτή η πόλη εξελίσσεται σε ναυτική δύναμη ενώ εγκαθίστανται νέοι άποικοι από τις Φοινικικές πόλεις αφού αυτές βρίσκονται υπό την κατοχή των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων.

Τον 5ο αιώνα π.Χ. όλη η Κύπρος περνά στην κατοχή των Αιγυπτίων Φαραώ και οι βασιλείς της είναι φόρου υποτελείς σε αυτόν. Από την Αιγυπτιακή κατοχή περνούν στην Περσική μένοντας φόρου υποτελείς στον Πέρση βασιλέα. Την ίδια εποχή το Κίτιο και η Σαλαμίνα κόβουν πρώτη φορά νομίσματα. Το 498 π.Χ. όλες οι Κυπριακές πόλεις συμμετέχουν στην Ιωνική επανάσταση αλλά ή ήττα τους στην ξηρά της αναγκάζει να πάρουν μέρος σε αυτή με το μέρος των Περσών κατά των πόλεων της Ιωνίας. Πλοία από το Κίτιο πήραν μέρος στην εκστρατεία του Ξέρξη και στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας όπου έδειξαν και απροθυμία να συμμετάσχουν.

Οι Πέρσες μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας επέβαλαν Φοίνικες βασιλείς σε όλες τις Κυπριακές πόλεις, στο Κίτιο μάλιστα η φοινικική δυναστεία επικράτησε μέχρι το τέλος της βασιλείας στη πόλη. Κατά την βασιλεία του Βαάλµελεκ Α΄ η πόλη πολιορκείται από τους Αθηναίους με τον Κίµωνα ο οποίος πέθανε και τάφηκε εκεί. Επί βασιλιά Ασβαάλ προσαρτάται και το Ιδάλιο, ο Βαάλµελεκ Β΄ ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με την Αθήνα. Οι επόμενοι βασιλείς αντιμετώπισαν τον Ευαγόρα Α΄ στην προσπάθειά του να ενώσει όλες τις Κυπριακές πόλεις. Επί βασιλείας Πουµιάθων προσαρτάται και το βασίλειο της Ταμασσού .

Το Κιτίο συμμετέχει στην πολιορκία της Τύρου με το πλευρό του Μέγα Αλέξανδρου όπως κάνουν όλες οι Κυπριακές πόλεις, αλλά ο Βασιλέας λόγω της φοινικικής καταγωγής του δεν παίρνει μέρος στη μάχη κάτι που συντέλεσε στο να δυσαρεστηθεί ο Αλέξανδρος και να του αποσπάσει της Ταμασσό δωριζόταν την στον βασιλέα της Σαλαμίνας. Τελευταίος βασιλιάς της πόλης ήταν ο Μενέλαος που ηττήθηκε από τον Δημήτριο τον πολιορκητή και η πόλη περνά στην εξουσία του Πτολεµαίου Α΄. Το 58 π.Χ. περνά στους Ρωμαίους συνεχίζοντας να παραμένει το σημαντικότερο και κυριότερο λιμάνι της Κύπρου. Από τον 3ο αιώνα και μετά, δεν υπάρχουν σημάδια φοινικικής παρουσίας. Μετά τον Γ’ Καρχηδονιακό πόλεμο, οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν όλα τα φοινικικά κέντρα και έτσι ο πολιτισμός τους εξαφανίζεται για πάντα. Η πόλη διατηρήθηκε ελληνική στους επόμενους αιώνες.

Στους χριστιανικούς χρόνους το Κίτιο γίνεται επισκοπή, εδώ κατά την παράδοση κατέφυγε ο Λάζαρος μετά την ανάσταση του όπου έγινε ο πρώτος επίσκοπος, αλλά και η Παναγία μετά την ανάσταση του Χριστού. Το 77 μ.χ. μεγάλος σεισμός κατέστρεψε την πόλη και μετά κτίζεται από την αρχή. Η πόλη συνέχιζε να ακμάζει μέχρι τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας αλλά σταδιακά έχασε την αίγλη της και εγκαταλείφθηκε.

Άλλες μεγάλες προσωπικότητες από το Κίτιο ήταν ο Άγιος Θεράπων επίσκοπος της πόλης, ο φιλόσοφος Ζήνων και ο επίσης φιλόσοφος Περσαίος ο Κιτιεύς.

400px-Ancient_kingdoms_of_Cyprus_el_svg