Στους 100 κομμουνιστές, οι 40 είναι αγύρτες, οι 59 αφελείς και ένας μόνο πραγματικός μπολσεβίκος.
Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν, 1870-1924, Σοβιετικός ηγέτης
Ο κομμουνισμός ως έννοια σχετίζεται με μια μορφή κοινωνίας η οποία θα λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά και αποκεντρωμένα, χωρίς, κράτος ή διακριτές κοινωνικές τάξεις. Ο κομμουνισμός θεωρείται η ανώτερη βαθμίδα εξέλιξης του σοσιαλισμού. Στον κομμουνισμό, η ύπαρξη του κράτους ως μηχανισμού παγίωσης της εξουσίας της άρχουσας τάξης, όπως και οι ίδιες οι κοινωνικές τάξεις είναι πλέον περιττά. Το ταξικό και εξουσιαστικό δίπολο όλων των προηγούμενων ταξικών κοινωνιών (άρχουσα τάξη και καταπιεζόμενες τάξεις) παύει να υφίσταται και η κοινωνία-οικονομία οργανώνεται πάνω στη βάση των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Το χρήμα στην κομμουνιστική κοινωνία χάνει την ανταλλακτική του αξία και χρησιμοποιείται ως απλή λογιστική μονάδα ανταλλαγής αγαθών (και όχι πια προϊόντων!), βάση της αξίας χρήσης των αγαθών αυτών. Τούτο εξηγείται ως εξής: Το χρήμα σε κάθε ταξική κοινωνία έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια χρησιμοποιείται ως ισοδύναμο ανταλλαγής προϊόντων (πχ ένα σπίτι τόσα χρήματα), από την άλλη όμως έχει την δική του -ανεξάρτητη από τα προϊόντα- αξία. Συσσωρεύεται και είναι μόνο του, πηγή πλούτου και εξουσίας.
Αντιθέτως στον κομμουνισμό το γενικό ισοδύναμο ανταλλαγής αγαθών δεν θα επιτρέπει την συσσώρευσή του, συνεπώς θα δρα αποτρεπτικά ως προς την επανεμφάνιση ταξικών διαιρέσεων και ανισοτήτων. Στον κομμουνισμό τα μέσα παραγωγής (γη, εργοστάσια, μεγάλες επιχειρήσεις) αποτελούν κοινωνική / κοινοτική ιδιοκτησία και όχι ατομική, ενώ υφίστανται συλλογική διαχείριση από τους εργαζόμενους/παραγωγούς, με στόχο την κάλυψη των υλικών αναγκών όλων των πολιτών κατά το ρητό «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Ως πολιτικός χώρος, στο ευρύτερο πλαίσιο της Αριστεράς, ο κομμουνισμός εκφράζει αυτήν την προσδοκώμενη κοινωνία μέσω ενός σοσιαλιστικού λαϊκού κινήματος το οποίο αντιτίθεται στον καπιταλισμό. Η αντίληψη της κομμουνιστικής κοινωνίας απορρέει -συν τοις άλλοις- από μία κριτική στην ανταλλακτική οικονομία και στην έννοια της ατομικής ιδιοποίησης του κέρδους που προκύπτει στην παραγωγική διαδικασία, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχει περιγραφεί ως οικονομία δώρων.
Ως κομμουνιστές, με μία ευρεία έννοια, μπορούν να περιγραφούν όλοι οι μαρξιστές και οι περισσότεροι ελευθεριακοί σοσιαλιστές (π.χ. οι αναρχοκομμουνιστές). Κατά τον μαρξισμό η μετάβαση από τον καπιταλισμό προς την κομμουνιστική κοινωνία περιλαμβάνει μια αρχική περίοδο ύπαρξης κράτους -εργατικό μισοκράτος που τείνει προς τον μαρασμό και την εξαφάνιση- στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και του λαού. Η μεταβατική αυτή περίοδος είναι ο σοσιαλισμός.
Η φύση και ο χαρακτήρας των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» της Ανατολικής Ευρώπης τα οποία κατέρρευσαν κατά το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο 1989 και το 1991, διχάζουν το κομμουνιστικό κίνημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με την γνώμη ορισμένων κομμουνιστών, ο σοσιαλισμός υλοποιήθηκε σε αυτές τις χώρες. Κατά την γνώμη άλλων τμημάτων του κομμουνιστικού κινήματος, στις χώρες του ανατολικού μπλοκ ουδέποτε οικοδομήθηκε -παρά τις τιτάνιες προσπάθειες των λαών- ο σοσιαλισμός (βλ. κομμουνιστική επαναθεμελίωση). Πολλές φορές ο όρος κομμουνισμός στην καθομιλουμένη αφορά παρόμοια λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα με απολυταρχικές κυβερνήσεις και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το κράτος και την κρατική/κομματική άρχουσα τάξη, αντί για μία κατάσταση μετάβασης προς την κομμουνιστική κοινωνία (δείτε και το άρθρο κομμουνιστικό κράτος).
Μαρξισμός
Παρόλο που μικρές, αποσπασματικές κομμουνιστικές κοινότητες υπήρξαν στην ανθρώπινη Ιστορία (πρωτόγονος κομμουνισμός), οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς ήταν οι πρώτοι που έθεσαν στερεή θεωρητική βάση για τον κομμουνισμό ως σοσιαλιστικό πολιτικό κίνημα (είχε προηγηθεί η προσπάθεια του Προυντόν ο οποίος επίσης ασκούσε κριτική στο κίνητρο του κέρδους και στη μισθωτή εργασία, αλλά διατηρούσε την έννοια της αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής). Ο ευρύτερα γνωστός τύπος θεωρητικής και πολιτικής προσσέγγισης της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι ο μαρξισμός και τα διάφορα παράγωγά του ( λενινισμός, συμβουλιακός κομμουνισμός κλπ).
Οικονομία
Ο μαρξισμός προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ιστορικά φαινόμενα μέσα από το πρίσμα της πάλης των τάξεων. Η κοινωνία αποτελείται από διάφορες κοινωνικές τάξεις οι οποίες διαφοροποιούνται αντικειμενικά από τη σχέση που έχουν με τα μέσα παραγωγής. Για παράδειγμα, η καπιταλιστική κοινωνία αποτελείται από την αστική τάξη (τους κεφαλαιοκράτες/καπιταλιστές, στους οποίους ανήκουν τα μέσα παραγωγής) και την εργατική τάξη ή προλεταριάτο (τους εργάτες, οι οποίοι εργάζονται πουλώντας την εργατική τους δύναμη (διανοητική ή χειρωνακτική) έναντι μισθού για να βγάλουν τα προς το ζην, εφόσον δεν τους ανήκουν μέσα παραγωγής). Ταυτόχρονα όμως η διαστρωμάτωση της καπιταλιστικής κοινωνίας εμπεριέχει και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα της πόλης ή της υπαίθρου (ελεύθεροι επαγγελματίες, μικρομαγαζάτορες, αγρότες κλπ) τα οποία σε κρίσιμες στιγμές για την ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών, πολώνονται είτε προς την εργατική, είτε προς την αστική τάξη.
Η ανθρώπινη εργασία είναι από την αρχαιότητα ως σήμερα, η πηγή κάθε πλούτου. Είτε μιλάμε για την εργασία των δούλων στις δουλοκτητικές κοινωνίες της αρχαιότητας, είτε μιλάμε για την εργασία των δουλοπάροικων και των βιοτεχνών στο Μεσαίωνα, είτε για την εργασία των εργατών/εργαζομένων στην σημερινή εποχή. Η άρχουσα τάξη κάθε κοινωνίας (αρχαίο Ιερατείο, δουλοκτήτες, φεουδάρχες, καπιταλιστές/κεφαλαιοκράτες), καρπώνεται με την βία τον παραγόμενο πλούτο και τον χρησιμοποιεί για να παγιώσει την δύναμή της με στόχο τη διαιώνιση της εξουσίας της σε βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών τάξεων.
Στον καπιταλισμό οι αστοί εκμεταλλεύονται το προλεταριάτο/εργατική τάξη κερδοσκοπώντας από την εργασία των προλεταρίων/εργαζομένων. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται απόσπαση της υπεραξίας που παράγει ο εργαζόμενος, προς όφελος του κεφαλαιοκράτη. Τούτο εξηγείται ως εξής: Τα προϊόντα που παράγονται από τον εργαζόμενο/εργάτη έχουν αξία μεγαλύτερη από το σύνολο του κόστους παραγωγής τους (με ενσωματωμένο και τον μισθό των εργαζομένων/εργατών). Επίσης, ο εργαζόμενος/εργάτης παράγει πολύ περισσότερα προϊόντα από αυτά που θα του έφταναν για να ζήσει εάν δεν υπήρχε το κέρδος του κεφαλαιοκράτη και πληρώνεται λιγότερο από την αξία της εργασίας του. Το κέρδος αυτό το οποίο το έχει παράξει η ανθρώπινη εργασία (διανοητική ή/και χειρωνακτική) αλλά το καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης, ονομάζεται υπεραξία.
Η εργασία στον κομμουνισμό είναι αντιληπτή όχι ως καταπιεστική ανάγκη αλλά ως μία ευκαιρία δημιουργικής εκδίπλωσης των ικανοτήτων του ατόμου και δεν διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο. Τούτο εξηγείται ως εξής: Στον κομμουνισμό δεν υφίσταται κοινωνικές τάξεις, ούτε και κράτος. Η οικονομία της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι οργανωμένη με βάση τον ελεύθερα συνεταιρισμένο παραγωγό και όχι το ταξικό/εξουσιαστικό δίπολο: άρχουσα τάξη/καταπιεζόμενη τάξη! Το φαινόμενο της φτώχειας έχει εξαλειφθεί καθώς οι πόροι και τα παραγόμενα αγαθά κατανέμονται ως απαιτείται, ενώ η οικονομική παραγωγικότητα είναι μεγιστοποιημένη αφού στην αταξική και χωρίς κράτος κομμουνιστική κοινωνία, δεν εμφανίζονται οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού μα και κάθε ταξικής κοινωνίας.
Δημοκρατία;;;
Ο λαός με «πρωτοπορία» την εργατική τάξη έχει απόλυτο συμφέρον κατά τους μαρξιστές, να ανατρέψει την άρχουσα τάξη και το υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα, για να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του προλεταριάτου ή αλλιώς εργατική εξουσία / δημοκρατία (ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα από πολλούς μαρξιστές, για να τονίσει την ανάγκη αποφυγής της γραφειοκρατικής δικτατορίας ενός πολιτικού κόμματος στο όνομα της εργατικής τάξης και του κομμουνισμού).
Η δικτατορία του προλεταριάτου (ή εργατική εξουσία/δημοκρατία), είναι ένας κρατικός μηχανισμός στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, ο οποίος σταδιακά αυτοδιαλύεται και η κοινωνία με το πέρασμα του χρόνου γίνεται κομμουνιστική. Η δημοκρατία στην περίοδο της εργατικής εξουσίας εννοείται ως μία εξουσία που ανήκει στο λαό, ασκείται από αυτόν μέσα από τα εργατικά συμβούλια και τις λαϊκές συνελεύσεις, με το κράτος να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας και να προστατεύει αυτά τα συμφέροντα από την μειοψηφία της μόλις ανατραπείσας αστικής τάξης.
Στον κομμουνισμό οι έννοιες της πολιτικής και της δημοκρατίας θα έχουν χάσει τη σημασία τους, αφού προηγουμένως, μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, θα έχει εμφανιστεί αυτή η πραγματικά δημοκρατική κοινωνία της εργατικής εξουσίας, στην οποία σταδιακά οι τάξεις και το κράτος θα εξαφανιστούν και πλέον η παραγωγική μονάδα θα είναι ο ελεύθερα συνεταιρισμένος παραγωγός. Στη λενινιστική θεωρία και πρακτική η δικτατορία του προλεταριάτου ονομάζεται «σοσιαλιστικό κράτος» και ερμηνεύεται ως ένας πλήρης, συγκεντρωτικός κρατικός μηχανισμός κυβερνώμενος από το λενινιστικό πολιτικό κόμμα, το οποίο καθοδήγησε νωρίτερα την εργατική τάξη προς την επανάσταση. Οι ελευθεριακοί μαρξιστές ερμηνεύουν ωστόσο διαφορετικά την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου και συνήθως δεν δίνουν έμφαση στον ρόλο των πολιτικών κομμάτων, ενώ οι αναρχοκομμουνιστές απορρίπτουν τελείως μία τέτοια μεταβατική φάση για το πέρασμα στην αταξική και ακρατική κομμουνιστική κοινωνία και κάθε τύπο κοινοβουλευτικής – κομματικής δραστηριοποίησης στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους.
Λενινισμός και εθνικά κομμουνιστικά κόμματα
Ο λενινισμός είναι η επαναστατική θεωρία και πρακτική που διατύπωσε και εφάρμοσε ο Βλαντιμίρ Λένιν, κατά την οποία η δικτατορία του προλεταριάτου καθοδηγείται από ένα επαναστατικό Κόμμα «εμπροσθοφυλακής» ή «πρωτοπορίας». Έτσι οι λενινιστές διακρίνονται από μία συγκεκριμένη ερμηνεία και εφαρμογή του μαρξισμού στηριγμένη στις έννοιες της «πρωτοπορίας» και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ενώ συνήθως οργανώνονται σε αστικού-κοινοβουλευτικού τύπου πολιτικά κόμματα] τα οποία ονομάζονται Κομμουνιστικά Κόμματα.
Στην Ελλάδα όπως και σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, το κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι ενιαίο. Αντιθέτως είναι πολύμορφο με έντονες τις συμφωνίες αλλά και τις διαφορετικές προσσεγγίσεις στο εσωτερικό του. Στη χώρα μας, ένας από τους βασικούς εκφραστές της κομμουνιστικής ιδεολογίας θεωρείται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Υπάρχουν όμως και άλλα κομμουνιστικά κόμματα ή οργανώσεις, τα οποία απορρίπτουν τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» όπως είναι το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ) με πρόταγμα την αναγκαιότητα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Δρουν και άλλοι μικρότερης εμβέλειας και επιρροής μαρξιστικοί-λενινιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί. Ο κομμουνισμός συνήθως αντιπαρατίθεται στο κοινοβουλευτικό επίπεδο με τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία επιχειρεί έναν πιο περιορισμένο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσω διαρκών μεταρρυθμίσεων, στοχευμένων μακροπρόθεσμα σε μεγαλύτερη ισοκατανομή του πλούτου, μέσα στο πλαίσιο όμως του αστικού φιλελευθερισμού και της συνταγματικής νομιμότητας. Αντιθέτως ο επαναστατικός σοσιαλισμός, όπου συγκαταλέγεται ο λενινισμός παρά τη συμμετοχή του στο κοινοβουλευτικό σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προσβλέπει στην πλήρη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και εστιάζει στη διεθνή εργατική τάξη ως κλειδί αυτής της επανάστασης.
Οι λενινιστές με τον καιρό έχουν διαφοροποιηθεί σε τροτσκιστές, σταλινικούς (οι ίδιοι συνήθως δεν αυτοαποκαλούνται έτσι) και μαοϊκούς. Κύρια εστία των διαφωνιών τους είναι η αντίληψή τους για τη σοσιαλιστική φύση της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον θάνατο του Λένιν ή του Στάλιν. Από την άλλη οι ελευθεριακοί μαρξιστές ανήκουν σε μία πλειάδα σχηματισμών, όπως οι συμβουλιακοί κομμουνιστές (γνωστότερη προσωπικότητα που συνδέεται με τον συμβουλιακό κομμουνισμό, αν και ανήκε σε λενινιστικό κόμμα, είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ).
Στο λενινιστικό κίνημα σήμερα προβάλλεται από ορισμένα τμήματά του η αναγκαιότητα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, η οποία προκύπτει κυρίως από τον τραγικό εκφυλισμό από πολύ νωρίς των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού» σοσιαλισμού και την μετατροπή τους σε ταξικά / εκμεταλλευτικά καθεστώτα στο όνομα του κομμουνισμού, αλλά και από τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον καπιταλισμό.