Δολοφονίες των Μάλλιου, Μπάμπαλη και Παύλου Μπακογιάννη

Posted: 26 Ιουνίου, 2023 in Αταξινόμητα

Ο Ευάγγελος Μάλλιος (Κορακοχώρι Ηλείας, 1929 – Παλαιό Φάληρο, 15 Δεκεμβρίου 1976) ήταν αξιωματικός της Αστυνομίας Πόλεων (Αστυνόμος Α’), κατά την περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών, όπου υπηρετούσε στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Με τη Μεταπολίτευση αποτάχτηκε από το Σώμα, δικάστηκε στις επονομαζόμενες Δίκες των βασανιστών της Χούντας με τις κατηγορίες της κατάχρησης εξουσίας και ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας και καταδικάστηκε σε 10 μήνες φυλάκιση με δικαίωμα εξαγοράς της ποινής. 

O Μάλλιος δολοφονήθηκε μετά από ενέδρα της 17Ν στο Παλαιό Φάληρο. Μετά από πυροβολισμό από μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου εξέπνευσε τα ξημερώματα της επόμενης μέρα. Την «ευθύνη» της δολοφονίας ανέλαβε η ακρο-αριστερή οργάνωση «17 Νοέμβρη» με προκήρυξη της που εγκατέλειψαν οι δολοφόνοι στο σημείο της επιθέσεως κατά του Αστυνόμου Ευάγγελου Μάλλιου.

Η 17Ν θεώρησε τη δολοφονία ως ηθική πράξη, καθώς ο Μάλλιος ήτανε αρχιβασανιστής στη Χούντα. Έγραψαν σε προκήρυξη τους: «Κανείς όμως από τον ελληνικό λαό δεν τρομοκρατείται όταν εκτελείται δίκαια ο βασανιστής και άρα τρομοκράτης του λαού Μάλλιος…». Επιπλέον, θεωρούσαν δίκαιη την πράξη τους επειδή ούτε η κυβέρνηση ούτε η Δικαιοσύνη κατάφερε να τιμωρήσει τους βασανιστές της χούντας. Η 17Ν ισχυρίστηκε σε άλλη της προκήρυξη πως η δολοφονία του Μάλλιου αντανακλούσε τη λαϊκή θέληση για κάθαρση.

Ο Παύλος Μπακογιάννης σε εκτενές άρθρο του με τίτλο «Τον ανάνδρως δολοφονηθέντα υπό των αναρχοκομμουνιστών», όπως έγραφε το αγγελτήριο της κηδείας, σχολίασε τη δολοφονία και τον Μάλλιο. Ξεκινά καταλογίζοντας «αναδρία» (sic) στους δράστες, επειδή δολοφόνησαν τον Μάλλιο σε συνθήκες δημοκρατίας. Αμέσως όμως αντιπαραβάλλει τη δολοφονία με τα βασανιστήρια, παρατηρώντας πως οι δράστες της δολοφονίας είχαν απέναντί τους το κράτος, ενώ ο Μάλλιος είχε στη διάθεσή του τους μηχανισμούς του κράτους. Ο Μπακογιάννης επίσης προσδιορίζει τον αντικομμουνισμό σαν το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου έδρασε ο Μάλλιος.

[…] «Στον τόπο αυτό είναι πολλοί εκείνοι που ζουν από το 1936 κι ύστερα, πολιτικά και επαγγελματικά, από τον αντικομμουνισμό, αυτοί που τον έχουν μεταβάλει σε πολιτικό και βιοποριστικό επάγγελμα. Ένας από αυτούς ήταν και ο δολοφονηθείς. Άνθρωποι που δεν έχουν άλλο ιδεολογικό περιεχόμενο και άλλες επαγγελματικές ικανότητες, απόχτησαν ξαφνικά ιδεολογία και επάγγελμα: τον αντικομμουνισμό. Και σημαίνει αυτό, κάθε τι που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη δική τους υπόσταση και επιρροή, την ατομική τους προώθηση και προαγωγή, την πλήρωση του πνευματικού τους κενού, που εκδηλώνεται με τη μορφή της πατριδοκαπηλίας και του στείρου εθνικισμού και παίρνει διαστάσεις επικίνδυνου φανατισμού. Πρόκειται για τους τεχνίτες εκείνους της κατασκευής και συντηρήσεως του αντιδραστικού οικοδομήματος, τους πραιτωριανούς της ανωμαλίας, τους δυναμιτιστές των θεμελίων της δημοκρατίας – αυτούς που προετοίμασαν την 21η Απριλίου και προετοιμάζουν τώρα την επόμενη.«

Ο Φράνσις Μπρουκς Ρίτσαρντς, πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα, την περίοδο της δολοφονίας, σε έκθεσή του προς το Φόρεϊν Όφις όπου μεταφέρει τα συμπεράσματά του μετά τη συνομιλία του με τον τότε Υπουργό ΆμυναςΕυάγγελο Αβέρωφ, γράφει χαρακτηριστικά: « …[Ο Αβέρωφ] … υποστηρίζει πως ο Μάλλιος στάθηκε άτυχος επειδή ήταν υπεύθυνος του τομέα της Ασφάλειας που ανέκρινε τους κομμουνιστές. “Ο Μάλλιος δεν ήταν βασανιστής, μολονότι, όπως πολλοί άλλοι στη θέση του, είχε μάλλον χαστουκίσει κρατούμενους στη διάρκεια των ανακρίσεων”». Η εκτίμηση του πρέσβη είναι πως «βεβαίως … [ο Αβέρωφ] … ανήκει στη δεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης και τα καθήκοντά του αυτήν την περίοδο, αλλά και οι πολιτικές του φιλοδοξίες μακροπρόθεσμα, τον κάνουν να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη ανεκτικότητα τις απρεπείς πράξεις του προηγούμενου καθεστώτος. Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η προειδοποίησή του για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις, που μπορεί να έχει η δολοφονία του Μάλλιου στους κύκλους της Δεξιάς, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη».

Ο Πέτρος Μπάμπαλης (Καμπιά Σπερχειάδος, 1930 – Αγιος Σώστης Αττικής, 31 Ιανουαρίου 1979) ήταν ανώτερος αξιωματικός του Σώματος της Αστυνομίας Πόλεων με το βαθμό του Αστυνόμου Α’.Ο Μπάμπαλης μετά τη δολοφονία του Μάλλιου, είχε εγκαταλείψει πρόσκαιρα την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδος «Το Βήμα»  τα μέλη του αποκαλούμενου Επαναστατικού Συμβουλίου του Ε.Λ.Α. διχάστηκαν σχετικά με το αν πρέπει να δολοφονηθεί ή όχι ο Μπάμπαλης και η απόφαση παραπέμφθηκε σε ψηφοφορία, στην οποία με μία ψήφο διαφορά αποφασίστηκε η δολοφονία του.

Στις 21:35 το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου 1979 και ενώ ο Μπάμπαλης κατέβηκε από το σπίτι του στον Άγιο Σώστη της Νέας Σμύρνης, προκειμένου να παρκάρει το αυτοκίνητο του στο υπόγειο γκαράζ, δέχθηκε επίθεση από δύο νεαρούς, οι οποίοι έριξαν εναντίον του οκτώ σφαίρες από όπλο διαμετρήματος 0,45, που τον βρήκαν στο κεφάλι και το στήθος. Ο Μπάμπαλης εξέπνευσε, μέσα στο περιπολικό της αστυνομίας, πριν από τη μεταφορά του στο 401 ΓΣΝΑ, όπου απλώς πιστοποιήθηκε ο θάνατος του. Στην προκήρυξη που βρέθηκε δίπλα στο σώμα του, την οργάνωση για το χτύπημα αναλαμβάνει η νεο-εμφανιζόμενη τότε «Ομάδα: Ιούνης ’78» που αποτελούσε μέρος της ακροαριστερής τρομοκρατικής οργάνωσης «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας» (Ε.Λ.Α). Επειδή όμως η απόφαση, για τη δολοφονία του Μπάμπαλη, δεν ήταν ομόφωνη χρησιμοποίησαν αυτό το όνομα. Τελικά την ευθύνη για την δολοφονία του Μπάμπαλη ανέλαβε ο Ε.Λ.Α. που το 1985 θα αποδεχθεί την «πατρότητα» της δολοφονικής οργάνωσης.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1974, με μία από τις πρώτες κινήσεις της μεταπολιτευτικής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως ότι γίνεται έρευνα για βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1974 τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, κατηγορούμενοι για βασανισμούς 7 αξιωματικοί της Αστυνομίας Πόλεων, μεταξύ των οποίων και ο Μάλλιος για τον οποίον έγινε λόγος προηγουμένως. Η πρώτη δίκη του Μπάμπαλη, είναι η επονομαζόμενη και «δίκη των 15», αφού σε αυτή δικάστηκαν τον Νοέμβριο του 1975, στο Μικτό Κακουργιοδικείο Χαλκίδος, 15 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας οι οποίοι κατηγορήθηκαν για τα βασανιστήρια που διέπραξαν εις βάρος πολιτικών κρατουμένων το διάστημα Νοεμβρίου 1973 – Απριλίου 1974. Στις 30 Νοεμβρίου του 1975, η ετυμηγορία του δικαστηρίου αθωώνει 4 κατηγορούμενους ενώ τιμωρεί με εξαγοράσιμες ποινές τους υπόλοιπους. Όσον αφορά τον Πέτρο Μπάμπαλη, το πρόσκομμα της μη έγκαιρης έγκλησής του, οδηγεί το δικαστήριο στην παύση της δίωξης. Παρά την παύση της δίωξης του ο Μπάμπαλης δεν αφέθηκε ελεύθερος αλλά προφυλακίστηκε για άλλη κατηγορία βασανιστηρίων. Ωστόσο, η κατηγορία από κακούργημα μετατράπηκε σε πλημμέλημα και στις 22 Απριλίου του 1975, αποφυλακίστηκε. Στις 14 Μαΐου του 1975 απολύθηκε από την Αστυνομία Πόλεων. Η δεύτερη δίκη του θα γινόταν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, τον Δεκέμβριο του 1975, όπου κατηγορούμενος και πάλι για βασανιστήρια μαζί με τον Ευάγγελο Μάλλιο, θα αθωωθεί. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1976 άρχισε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που συνεδρίασε στην αίθουσα του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών στο Ρουφ, η τρίτη δίκη εναντίον του Μπάμπαλη, στην οποία συγκατηγορούμενος ήταν και ο Μάλλιος και πέντε ακόμη αξιωματικοί. Η απόφαση εκδόθηκε στις 12 Οκτωβρίου και στον Μπάμπαλη επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 24 μηνών. Όλοι οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι πλην του Μπάμπαλη που οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού προκειμένου να εκτίσει δύο μήνες από το υπόλοιπο της ποινής του και αποφυλακίστηκε στις 23 Οκτωβρίου 1977, μετά από διάστημα δεκαοκτώ μηνών, ύστερα από μείωση της ποινής στο Εφετείο. Ενδιάμεσα, στις 12 Δεκεμβρίου 1976, ο Μπάμπαλης παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο σε δεύτερο βαθμό για την πρωτόδικη ποινή των 24 μηνών που του είχε επιβληθεί, όμως η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 28 Ιανουαρίου 1977.

Ο Παύλος Μπακογιάννης (Βελωτά Ευρυτανίας, 10 Φεβρουαρίου 1935 – Αθήνα, 26 Σεπτεμβρίου 1989) ήταν δημοσιογράφος με αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, πολιτικός και εκλεγμένος βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία στην εκλογική περιφέρεια Ευρυτανίας, γαμπρός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και σύζυγος της Ντόρας Μητσοτάκη Μπακογιάννη ο οποίος δολοφονήθηκε από την 17Ν. Η τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη δολοφόνησε τον Μπακογιάννη το πρωί της Τρίτης 26ης Σεπτεμβρίου 1989 στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Ομήρου 35 στην Αθήνα, όπου στεγαζόταν το γραφείο του. Οι δράστες τον περίμεναν στις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο. Όταν εμφανίστηκε τον πυροβόλησαν πέντε φορές και τράπηκαν σε φυγή με το κλεμμένο αυτοκίνητο που το παράτησαν στην οδό Λέοντα Σγουρού 11. Ο σοφέρ άκουσε τους πυροβολισμούς, είδε τον Μπακογιάννη αιμόφυρτο στο πάτωμα και τον μετέφερε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός όπου και κατέληξε.

Σχολιάστε